βόρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βόρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βόρα ἡ, Πόντ. (Οἰν.) ἀβόρα Πόντ. (Σινώπ.) ἐβόρα Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) ἠβόρα Πόντ. (Ζησιν. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ.) ληβόρα Πόντ. (Κερασ.) ἀβόρας ὁ, Πόντ. (Σινώπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βορίζω, παρ’ ὃ καὶ ἐβορίζω καὶ ἠβορίζω, ὅθεν οἱ τύπ. ἐβόρα καὶ ἠβόρα. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 76. Τὸ ἀβόρα καὶ ἀβόρας κατὰ τὸ συνών. ἀέρας καὶ ἀέρα Πβ. καὶ ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 16 (1951) 4.
Σημασιολογία
1) Ἀήρ, ἄνεμος (ἐν τῇ σημ. ταύτῃ τὸ ἀρσεν. ἀβόρας) Πόντ. (Σινώπ.) 2) Καιρὸς δροσερός, δροσιὰ Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σινώπ. Τραπ.): Παίρω βόραν Οἰν. Ὀσήμερο ἔν᾿ ἠβόρα Ὄφ. || Φρ. Πῆρε βόραν ἡ καρδία μου (ἐπὶ ψυχικῆς γαλήνης, εὐχαριστήσεως) Οἰν. Ἐσῆβεν ἕναν βόραν ᾿ς σὴν καρδία μ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Τραπ. 3) Τόπος δροσερὸς ὡς ὑπόσκιος, σκιερὸς Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ.): Ντό στέκουμε ’ς σὸν ἥλεν, ἂς πᾶμε κάθουμες ’ς σὴν ἐβόραν Τραπ. Χαλδ. ᾿Εστάθα ’ς σὴν ἐβόραν κ’ ἐπίδρωσα (ἐξίδρωσα) Τραπ. Κοιμᾶται ’ς σὴν ἐβόραν Χαλδ. || Παροιμ. φρ. Φαεῖν, ποτίν, ἀνάπαυσιν κ’ ἐβόραν καλωσύνν (ἐπὶ πλησμονῆς βιοτικῶν ἀγαθῶν καὶ μακαρίας ἀπολαύσεως αὐτῶν) Τραπ. || Παροιμ. Ἄλλοι κάμνουνε ᾿ς σὸν ἥλӧν κιˬ ἄλλοι τρώγουν ᾿ς σὴν ληβόραν (ἄλλοι μοχθοῦν καὶ ἄλλοι ἀπολαμβάνουν τοὺς κόπους των) Κερασ. ’Σ σὸν ἥλӧν ἤντσαν ’κ’ ἔκαμεν, οὐδὲ ’ς ἐβόραν ἔφαγεν (ὅστις δὲν εἰργάσθη ὑπὸ τὸν ἥλιον δὲν ἔφαγεν ὑπὸ τὴν σκιάν, ἐπὶ ὀκνηροῦ) Κρώμν. || ᾎσμ. Ὁ πρόσωπο σ’ τραντάφυλλον, ἡ κάρδ σ’ ἔν’ ἐβόρα, μυρίσκουμαι τραντάφυλλον, κοιμοῦμαι ’ς σὴν ἐβόραν Κρώμν. 4) Ἡ ὄπισθεν ἀντικειμένου σχηματιζομένη σκιὰ Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.): ᾎσμ. Πουλλὶν πετᾷ ’ς σὸν οὐρανόν, ’ς σὴν γῆν εὐτά͜ει ἐβόραν (εὐτά͜ει=κάμνει) Κρώμν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA