βοράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βοράζω ἀμάρτ. ἐβοράζω Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βόρα, παρ’ ὃ καὶ ἐβόρα.
Σημασιολογία
Ἀναρρίπτων εἰς τὸν πνέοντα ἀέρα χωρίζω τὸν σῖτον ἀπὸ τὰ ἄχυρα, λικμῶ. Συνών. ἀνεμίζω (Ι) Α 3, βορίζω Β 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA