γαττουλίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττουλίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαττουλίτσα ἡ, ἐνιαχ. κατσουλίτσα Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Μαντίν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττούλα, παρ’ ὃ καὶ κατσούλα, καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ -ίτσα.
Σημασιολογία
1) Γαττίτσα 1, ὃ ἰδ. ἐνιαχ. 2) Τὸ φυτὸν ἀρίσαρον τὸ κοινὸν (arisarum vulgare), τῆς τάξεως τῶν ἀρωδῶν (araceae) Πελοπν. (Μάν.) 3) Παιδιἀ ἀγωριῶν, καθ’ ἥν οἱ παίζοντες σχηματίζουν κύκλον κρατούμενοι διὰ τῶν χειρῶν, πλὴν δύο, ὧν ὁ εἷς, ὑποδυόμενος τὴν «κατσουλίτσαν», παραμένει ἐκτὸς τοῦ κύκλου καὶ προσπαθεῖ νἀ κρυβῆ ἀπαρατήρητος ὄπισθεν ἑνὸς τῶν παικτῶν τοῦ κύκλου, ὁ δὲ ἕτερος, ὑποδυόμενος τὸν «κατσουλιˬάρην», λαμβάνει θέσιν εἰς τὸ κέντρον τοῦ κύκλου, ἀρχομένης τῆς παιδιᾶς, ὁ «κατσουλιˬάρης» ἐρωτᾷ ἕνα ἕκαστον τῶν παικτῶν τοῦ κύκλου, ἐὰν εἶδε τὴν «κατσουλίτσαν», μετὰ δὲ τὴν ἀρνητικήν ἀπάντησιν ὅλων, ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν ἀνεύρῃ ὁ ἴδιος∙ μεθ’ ὅ, τὴν καταδιώκει φεύγουσαν καὶ θεωρεῖται κερδίσας, ἄν ἐπιτύχῃ νὰ τὴν ἐγγίσῃ διὰ τῶν χειρῶν, καὶ ἡττηθείς, ἃν αὕτη ἐπιτύχῃ νἀ εἰσέλθῃ ἄψαυστος ἐντὸς τοῦ κύκλου, εἰς ἑκατέραν δὲ τῶν περιπτώσεων ἐναλλάσσονται οἱ ρόλοι καὶ ἡ παιδιὰ συνεχίζεται Πελοπν. (Μαντίν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA