γαττουλόγαμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττουλόγαμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαττουλόγαμος ὁ, ἀμάρτ. κατσουλόγαμος Πελοπν. (Γαργαλ.) κατσόγαμο Τσακων. (Πραστ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γαττούλα, παρ’ ὃ καὶ κατσούλα καὶ κατσούα, καὶ γάμος. Ὁ τύπ. κατσόγαμο ἐκ τοῦ *κατσουόγαμο δι᾽ ἔκκρουσιν τοῦ ἀτόνου φθόγγου -ου-.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἄνευ ἐπισημότητος καὶ ἑορτῶν γάμος (συνήθως ὁ βεβιασμένως τελούμενος κατόπιν ἀπαγωγῆς ἢ ἄλλου λόγου) Πελοπν. (Γαργαλ.): Τί κατσουλόγαμος ἦταν ἐκεῖνος ποὺ κάνανε! 2) Ὁ μεταξύ ἀνηλίκων συναπτόμενος γάμος (ὡς ἥκιστα σοβαρὸς θεωρούμενος) Πελοπν. (Γαργαλ.) : Γάμος νὰ σοῦ πετύχῃ καὶ ’φτοῦνος ὁ κατσουλόγαμος! Συνών. γαττουλοπαντρειά. 3) Θόρυβος προκαλούμενος ἐξ ἐντόνων φωνῶν προσώπων ἐριζόντων Τσακων. (Πραστ.): Τσί κατσόγαμο ’κ’ ἔντενι ὅα νιˬούα; (τί μαλώματα ἦταν αὐτά ὅλη νύχτα;) Συνών. γαττουλόκακο 1β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/