γαττουλοπροβιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττουλοπροβιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαττουλοπροβιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. κατσουλοπροβὲ ΔΚρήτ. κατσουλοπροβιˬὰ Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γαττούλα, παρ’ ὃ καὶ κατσούλα, καὶ προβιˬά.
Σημασιολογία
Ἡ δορὰ τῆς γαλῆς. Συνών. γάττα 2. γαττοπροβιˬά, γαττουλοτόμαρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA