ἄρβαλλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρβαλλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἄρβαλλος ὁ, Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Δημητσάν. Μάν. Μεγαλόπ. Ὀλυμπ.) ἀρβαλλὸς Πελοπν. (Γορτυν.) ἄρβαλλο τό, Πελοπν. (᾽Ανδρίτσ. Ὀλυμπ.) ἀρβαλλὸ Πελοπν. (Γορτυν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρβαλλίζω.
Σημασιολογία
1) Κρότος, θόρυβος ἔνθ’ ἀν.: Ἀκούω ἕναν ἄρβαλλο, κἄποιος ἔρχεται Δημητσάν. Ἄκουγα ἄρβαλλο ἀπόψε ᾿ς τὸ σπίτι αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρβάλλα (ΙΙ). 2) Κώδων αἰγὸς ἤ προβάτου Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Μεσσ. Ὀλυμπ.) Συνών. ἀρβάλλι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA