γαττουλοφαγητὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττουλοφαγητὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαττουλοφαγητὸς ἐπίθ. κατσουλοφαητὲ Τσακων. (Χαβουτσ.) κατσοφαητὲ Τσακων. (Πραστ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττούλα, παρ’ ὃ καὶ κατσούλα καὶ κατσούα, καὶ τοῦ ἐπιθ. *φαγητὸς>φαητέ, ὃ ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. ἐφαῆκα (=ἔφαγα). Πβ. Η. Pernot, Dial. Tsakon., 249.
Σημασιολογία
Γαττοφαγωμένος, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν. : Κατσουλοφαητὲ θά ’τα φακώ, γιˬὰ τήνου ’ν’ πονᾷ ἁ γλῶσσα τ᾿ (γαττοφαγωμένο θὰ ἔφαγες, γι’ αὐτὸ πονεῖ ἡ γλῶσσα σου) Χαβουτσ. Σὰν κατσοφαητὲ ’ ἐμποίτερε τὸν ἄντε (σὰν γαττοφαγωμένο τὸν ἔκαμες τὸν ἄρτον) Πραστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA