γαττοχώραφο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττοχώραφο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαττοχώραφο τό, ἀμάρτ γατσουχώραφου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ναύπακτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γαττί, παρ’ ὃ καὶ γατσί, καὶ χωράφι.
Σημασιολογία
᾿Αγρὸς μὲ ἔδαφος ἥκιστα ἀποδοτικόν, σχεδὸν ἄγονον. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ναύπακτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA