βόρβορος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βόρβορος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βόρβορος ὁ, λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Κύπρ. Πόντ. (Τραπ.) Θηλ. βούρβουρη ΚΘεοτόκ. Γεωργ. Βιργιλ. 7 καὶ 66 βορβόρα Κύπρ. βορβοροῦ Κύπρ. Οὐδ. βορβόριν Κύπρ. Πληθ. βόρβορα τά, Κυπρ. βούρβουλα Θρᾴκ. (Αἶν.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βόρβορος.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1)Ἀκάθαρτος καὶ βρωμερὰ λάσπη Θρᾴκ. (Αἶν.) Κύπρ.-ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. 66: Ἔπ-πεσεν ’ς τὸν βόρβορον τ’ ἐγίνηκεν σὰν τὸν οῖρον (χοῖρον) Κυπρ. Ἀπ-πέξω ’πὸ τὸ στενόν μας ἔνι οὕλ-λον βόρβορα αὐτόθ. Βαρε͜ιὰ εἶναι ἡ μυρωδιˬὰ τῆς βούρβουρης ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. || Παροιμ. Ὅπκοι͜ος ἀνατών-νεται μὲ τὰ βόρβορα τρών τον οἱ οῖροι (ὅτι κακὰ τὰ ἐπακόλουθα τῆς μετὰ τῶν φαύλων συναναστροφῆς Κύπρ. || ᾎσμ. Δὲν τὰ θάψαν μὶ παππάδις, δὲν τ’ ἀνάψανι κιριˬά, μόν’ τὰ πῆραν καὶ τὰ ρίξαν μέσ’ ’ς τὰ βούρβουλα Αἶν. Συνών. βορβορόπηλα, βορβοροπηλιˬὰ 1. 2) Ἰλὺς ποταμίου ὕδατος ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾿ ἀν. 7: Ξεχειλισμένο χύνεται καὶ πλημμυράει τὰ πάντα σκεπάζοντας μὲ βούρβουρες. Β) Μεταφ. 1) Ἀνάμειξις πραγμάτων, ἀταξία, κυκεὼν Πόντ. (Τραπ.) 2) Ἠθικὸς ρύπος, φαυλότης λόγ. σύνηθ.: Σ’ αὐτή τὴ δουλε͜ιὰ εἶναι βόρβορος. Συνών. βορβοπηλιˬὰ 2. Γ) Ἐπιθετικ. Ι) Ὁ ἔχων χρῶμα φαιόν, ἐπὶ ζῴων Κύπρ. ΙΙ) Πελώριος Πόντ. (Τραπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/