γαυριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαυριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαυριˬάζω γαυριˬῶ Κῶς γαυριˬάω Χίος γαυριˬάου Πελοπν. (Βερεστ.) γαυτιˬῶ Κάλυμν. γαυίουρ ἔνι Τσακων. (Πραστ.) γαυριˬάζω Ζάκ. Καππ. (Σινασσ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Γορτυν. Δημητσ. Κυνουρ. Λάστ. ᾿Ολυμπ. Σιβ. κ.ἀ.) Προπ. (᾽Αρτάκ.) Σῦρ. Τῆν. -Π.Βλαστ., Ἀργώ, 54 Κ.Παλαμ., Περάσμ. καὶ Χαιρετ., 110 Σ. Μυριβήλ., Ζωὴ ἐν τάφ., 89 Ἀ. Μαμμέλ., Θαλασσιν., 110-Λεξ. Περίδ Βυζ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. γαυριˬάζου Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) Σάμ. γαυριˬάζ-ζω Κῶς γαυριˬάντζω Ἀστυπ. γαυριγιˬάζου Κυδων. Λέσβ. γουβριάζω Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Γαργαλ. Κλουτσινοχ. Μεσσ. ᾿Ολυμπ.) γουβριˬάου Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) γουβράου Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Τριφυλ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. γαυριῶ, ὅθεν τὸ γαυριάζω, ἤδη Βυζαντ., κατ’ ἀναλογικὸν μεταπλασμὸν πρὸς τὰ εἰς -άζω∙ πβ. ΓΧατζιδ., ΜΝΕ 1, 275|76. Διὰ τὴν μετακίνησιν τοῦ τόνου εἰς τὸν τύπ. γαυίουρ ἔνι, βλ. Γ. Χατζιδ., ἔνθ’ ἀν. 2, 586. Ἡ μεταβολὴ γαυ->γουβ- εἰς τοὺς τύπ. γουβριˬάζω-γουβριˬάου -γουβράου ἐκ συμφυρμοῦ πιθανῶς πρὸς τὸ οὐσ. γουρούνα, πρὸς ὃ συνάπτονται κατὰ κυριολεξίαν. Βλ. κατωτ. ἐν σημ. 4.

Σημασιολογία

1) Ἐπαίρομαι, κομπάζω Τσακων. (Πραστ.) -Κ.Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν. : Τσ’ ἔσ’ γαυίου ἔτρου; (διατί κομπάζεις ἔτσι;) Πραστ. || Ποίημ. Γαύριˬαζε πολεμόχαρα σὲ ἀπάτητα ταμπούριˬα μὲ τ’ ἄρματα κιˬ ὁ ἐχθρὸς Κ.Παλαμ., ἔνθ’ ἀν. 2) Μαίνομαι, εὑρίσκομαι ἐν ἐξάλλῳ καταστάσει Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ. ) Ζάκ. Κῶς Σῦρ.: Γαυριˬάξανε αὐτὲς κ’ ἐσπάκανε τὸ στόμα τουνε Κύμ. ᾽Εγαύριˬασες ; νὰ dὸ ξέρω! (πρὸς γυναῖκα ἐκνευριστικῶς φλυαροῦσαν) Σῦρ. Μετοχ. ἐμμανὴς, ἔξαλλος : Μωρὲ σύ, γιˬέ μου, ἦρτες μου γαυριˬωμένος! Κῶς 3) Προξενῶ ἐνοχλητικὸν θόρυβον φωνασκῶν καὶ ἀτακτῶν (ἐπὶ παιδίων) Κυδων. Λέσβ. Τῆν. : Ἕνα σουρὸ μουρὰ γαυριγιˬάζιν ’ς τοὺ δρόμου Κυδων. Γαυριγιˬάζιν τὰ μουρὰ μέσ’ ’ς τὶς στράτις Λέσβ. Συνών. γαυριˬώνω 4) Εὑρίσκομαι εἰς ἐρωτικὸν ὀργασμόν, ὀργῶ πρὸς συνουσίαν (ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων) Ἀστυπ. Κάλυμν. Καππ. (Σινασσ.) Κύθηρ. Κῶς Πελοπν. (Ἄνδρίτσ. Ἀρκαδ. Βερεστ. Βούρβουρ.Γαργαλ.Γορτυν. Δημητσ. Κλουτσινοχ. Κυνουρ. Λάστ. Μεσσ. Ὀλυμπ. Σιβ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Προπ. (᾿Αρτάκ.) Σάμ. Χίος.- Λεξ. Περίδ. Βυζ. Πρω. Δημητρ.: ’Εγαύριˬασες γιˬὰ γυναῖκα, κακομοίρη μου! ’Ολυμπ. ’Εγαύριˬαξε πιˬὰ καὶ δὲν ὑποφέρεται κεῖν’ τὸ παλιˬοκόριτσο Βερεστ. Γαύριˬαξι αὐτεί’ ἡ προυκουμέ’! (ἐνν. γυνὴ σκανδαλώδους διαγωγῆς) Σάμ. ’άολε, εὐτὸς εῖναιγ-γαυριˬωμένος! Κῶς Ἡ γουρούνα γαυριˬάζει Δημητσ. Σιβ. κ.ἀ. Ἐγούβριˬασ’ ἡ γουρούνα μας καὶ θέλει καπρὶ ᾿Ανδρίτσ. Ἡ γουρούνα γουβράει, σῦρ’ τηνε ’ς τὸ καπρὶ γιὰ νὰ ξεκόψῃ Γαργαλ. Γουβράει γιˬὰ τὸ καπρὶ ἡ γουρούνα μας Τριφυλ. Γαύριˬαξε ἡ ἀναθεματισμένη καὶ δὲ συμμαζεύεται τὶς νύχτες (ἐνν. ἡ γάττα) Γορτυν. Τώρα τὸ Γενάρη γουβρᾶνε οἱ κατσοῦλες καὶ γίνεται σύθρηνο Βερεστ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαυρίζω. Μετοχ ὁ πρὸς συνουσίαν ὀργῶν, ἐρωτομανὴς, ἀναίσχυντος : Ἦρτεμ ᾽bὸ τὸ ταξίδι γαυτιˬωμένος Κάλυμν.Ἔγινε μιὰ γαυριˬασμένη ποὺ δὲν ἔχει τὴν ὅμο͜ια της (ἐπὶ γυναικὸς ἀνδρομανοῦς) Κυνουρ. Ἔναι μιˬὰ γουβριˬασμένη ’φτούνη ’φτοῦ ! (ὁμοίως) Γαργαλ. Μωρὴ γαυριˬασμένη! (ὕβρ. πρὸς γυναῖκα) Βούρβουρ. Ἡ γουρούνα μου δὲ γλωσσάζει τίποτις, ἡ γουβριˬασμένη! Θὰ dὴ bάου ταχιˬὰ ᾿ς τὸ καπρὶ ( δὲ γλωσσάζει=δὲν τρώγει) Γαργαλ. 5) Επὶ στοιχείων τῆς φύσεως (ἡλίου ἀνέμου, κλπ.) ἢ βλαστήσεως, εὑρίσκομαι εἰς ἐντονωτάτην ἐκδήλωσιν, ὀργιάζω Π.Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. ᾿Α.Μαμμέλ., ἔνθ’ ἀν. Σ.Μυριβήλ., ἔνθ’ ἀν. - Λεξ. Βλαστ. : Οἱ θαλασσινοὶ λέν: γαύριˬασε ὁ καιρὸς Ἀ.Μαμμέλ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἦταν ἕνα θεριˬωμένο δάσος, ἀπὸ κεῖνα ποὺ γαυριˬάζανε πάνω ’ς τὴ γῆ ’ς τὶς πρῶτες ἡλικίες της Σ.Μυριβήλ., ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Σὰν πυρωμένο σίδερο τὰ βράχιˬα φλογασπρίζουν μέσ᾿ ’ς τὴ γυμνὴ τὴν ἀντηλιˬά, ποὺ ’ς τὶς κορφὲς γαυριˬάζει Π.Βλαστ., ἔνθ. ἀν. Συνών. γαυρομανῶ 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/