γαυριˬάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαυριˬάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαυριˬάρης ἐπίθ. ἀμάρτ. γουβριˬάρης Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Γαργαλ.) Θηλ. γαυριˬάρα Πελοπν. (Δημητσ. κ.ἀ.) γουβριˬάρα Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Γαργαλ.) Οὐδ. γουβριˬάρικο Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαύρα, παρ’ ὃ καὶ γούβρα, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάρης.
Σημασιολογία
1) ᾿Επὶ ζῴων (ἰδία χοίρων καὶ γαλῶν), ὁ ὀργῶν πρὸς συνουσίαν Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Δημητσ. κ.ἀ.): Γαυριˬάρα γουρούνα Δημητσ. Γουβριˬάρης γάττος-γουβριˬάρα γάττα ᾿Αρκαδ. β) ’Επὶ ἀνθρώπων (ἰδία γυναικῶν), ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὰ ἀφροδίσια, ἐρωτομανής, ἀκόλαστος Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Γαργαλ. ): Νὰ χαθῇς, γουβριˬάρη! Οὕλο τὸ κεχρὶ ἔχεις ᾿ς τὸ νοῦ σου (κεχρὶ=γενετήσιος πρᾶξις) Γαργαλ. Μώρ’ γουβριˬάρα! ᾿σύχασε, μωρή! αὐτόθ. Γουβριˬάρα γυναῖκα–γουβριάριˬκο κορίτσι ᾿Αρκαδ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Γουβριˬάρα ᾿Αρκαδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA