γαυρίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαυρίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαυρίδι (ΙΙ) τό, Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Αγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1) Τὸ ζωΰφιον ἴουλος ὀ ἀμμώδης (iulus sabulosus), τῆς οἰκογενείας τῶν ἰουλιδῶν (iulidae), τῆς τάξεως τῶν μυριαπόδων (muriapoda), συσπειρούμενον πάντοτε ἐν ὄψει κινδύνου. Συνών. κουλλουρίδα, πολυποδαροῦσα, χιλιˬοποδαροῦσα. 2) Συνεκδ., πᾶν τὸ οἱονεὶ σμικρυνθέν, τὸ συνεσταλμένον ἤ συρρικνωμένον: Μ ’ ἔκαμε τὸ κρύο γαυρίδι. Πβ. γαυριδιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/