ἀρβανιτοπούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρβανιτοπούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρβανιτοπούλλα ἡ, πολλαχ. Οὐδ. ἀρβανιτόπουλλο πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρβανίτης καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -πούλλα, -πουλλο.

Σημασιολογία

Τέκνον Ἀλβανοῦ θῆλυ ἢ ἄρρεν ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Πέντε παιδιˬὰ μαλώνανε γιˬὰ μιˬὰ ἀρβανιτοπούλλα Πελοπν. Βρίσκω ἀρβανιτοπούλλα ποῦ στολίζονταν, μὲ φιλdισένιˬο χτένι ἐχτενίζονταν, μ᾿ Ἐγγλὲζικο καθρέφτη ἐγυˬαλίζονταν Ἤπ. Βρίστ’ ἕν’ ἀρβανιτόπουλλο κ’ ἤτονε ξακουσμένο, τέσσερεις μέρες παρεbρὸς Ρωμα͜ιό ’χε σκοτωμένο Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/