ἀρβανιτόρραμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρβανιτόρραμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρβανιτόρραμμα τό, ΑΣακελλ. Ἐγχειρ. ἀρμενιστ. 148.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρβανίτης καὶ τοῦ οὐσ. ράμμα.

Σημασιολογία

Ὡς ναυτικὸς ὅρ., εἶδος ραφῆς γινομένης μὲ ἱστιόρραμμα εἰς τὸ πρόσθετον στρίφωμα. Συνών. Ἀρβανίτης 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/