βορδωνάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βορδωνάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βορδωνάρις ὁ, Ἄθ. Κρήτ. Ρόδ. Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ. βουρδωνάρις (Πανδώρ. 8,423). βουρδουνάρις Ἄθ. Καππ. Τῆν. Χίος κ.ἀ.–Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. βουρδωνάρις Ἄθ. βουρδουνάρ’ς Μακεδ. (Κασσάνδρ. Χαλκιδ.) βορτωνάρις Κύπρ. βορτωνάρος Κύπρ. Πληθ. βορδωναραῖοι Ἄθ. βουρδουναραῖοι Ἄθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βορδωνάριος, παρ᾿ ὃ καὶ βουρδωνάριος καὶ βουρδουνάριος, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. burdonarius. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΡΚretschmer ἐν Byzant. Zeitschr. 7,399. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Τὸ βουρδωνάρις καὶ παρὰ Βλάχ. Ὁ πληθ. βορδωναραῖοι καὶ παρὰ Δαπόντε (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth. 3,225).

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ ἔχων τὴν φροντίδα τῶν ἡμιόνων ἢ ὁ δι᾽ ἡμιόνων ἐνεργῶν μεταφορᾶς, ἰδίᾳ ἐπὶ μοναχοῦ ἢ ὑπηρέτου μοναστηρίου Ἄθ. Καππ. Κρήτ. Κύπρ. Μακεδ. (Κασσάνδρ. Χαλκιδ.) Ρόδ. Χίος. κ.ἀ.-(Πανδώρ. ἔνθ’ ἀν.)-Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. β) Καθόλου ὁ ἐνεργῶν μεταφορὰς ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων διὰ ζῴων φορτηγῶν, ἀγωγιάτης Κρήτ.: Παροιμ. Φρ. Ὅπο͜ιος γάιˬδαρος κ’ ἐγὼ βορδωνάρις (ἀρκεῖ νὰ μὴ παρακωλύωμαι ἐγὼ εἰς τὸ ἔργον μου καὶ ἀδιαφορῶ ποῖος κυβερνᾷ). 2) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀπάνω βορδωνάρις ἢ βουρδωνάρις, ἡ μεγάλη ὁριζοντία δοκὸς τοῦ ἐλαιοτριβείου, διὰ τῆς κεντρικῆς ὀπῆς τῆς ὁποίας στρέφεται ἡ κορυφὴ τοῦ κοχλίου τοῦ πιέζοντος τὰς ἐλαίας Ἄθ. Συνών. βορδωνάρι 3. 3) Ὑπὸ τὸν τύπ. κάτω βορδωνάρις ἢ βουρδουνάρις, ἡ ὡς βάσις τοῦ ἐλαιοτριβείου χρησιμεύουσα παχεῖα δοκὸς Ἄθ. Β) Μετων. 1) Ἄνθρωπος ἀγροῖκος καὶ βάναυσος Κρήτ. Τῆν. κ.ἀ. -(Πανδώρ. ἔνθ’ ἀν.) Συνών. βόρδως Β2. 2) Ἄνθρωπος σωματώδης καὶ χοντροκαμωμένος Τῆν. κ.ἀ. 3) Ἐπιθετικ. ρωμαλέος Τῆν. Πβ. βορδωνάρι, βορδώνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/