γαυρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαυρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαυρώνω (ΙΙ) Κρήτ. (Σητ.) Πόντ. (Χαλδ.) Στερελλ. (᾿Αράχ.)

Ετυμολογία

᾽Αγνώστου ἐτύμου. Σχετίζεται πρὸς τὸ γαυρίδι (ΙΙ).

Σημασιολογία

Συστέλλομαι, συρρικνοῦμαι, σκληρύνομαι ἕνεκα ὑπερβολικοῦ ψύχους ἔνθ’ ἀν.: ᾿Εγαυρώσανε τὰ δαχτύλιˬα του ἀπὸ τὴ gρυγιˬάδα Σητ. ’Εγαυρώσανε τὰ χέριˬα μου καὶ δὲ bορῶ νὰ πιˬάσω πρᾶμα αὐτόθ. Νὰ γαυρώσ’ ἡ χέρα σου! (ἀρὰ) αὐτόθ. Τὸ χῶμαν πολλὰ γαυρωμένον ἔν᾿ Χαλδ. Συνών. γαυριδιˬάζω, μουδιˬάζω, ξυλιˬάζω, σκεβρώνω. Μετοχ. γαυρωμένος=παγωμένος Κρήτ. (Σητ.): Γαυρωμένα ’ναι τὰ χέριˬα dου καὶ δὲ bορεῖ νὰ πιάσῃ. Γαυρωμένος εἶναι καὶ δὲ bορεῖ νὰ σύρῃ ξύλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/