γάφα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάφα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γάφα ἡ, ’Ερεικ.-Ν. Κοτσοβίλ., ’Εξαρτ. πλοίων, 127. ᾽Α. Σακελλαρ., ’Εγχειρ. ἀρμενιστ., 564 - Λεξ. Μ. ’Εγκυκλ. Δημητρ. γάφ-φα Μεγίστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. gaffa=ἁρπάγη.
Σημασιολογία
Ὡς ναυτικὸς ὅρος, εἶδος ἁλυσοδέτου φέροντος ἀγκύλην καὶ χρησιμεύοντος διὰ τὴν τακτοποίησιν τῶν ἁλύσεων τῆς ἀγκύρας τῶν πλοίων ἢ δι’ ἀνάλογον χρῆσιν ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA