βορδωνιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βορδωνιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βορδωνιˬάζω Βιθυν. Ρόδ. βορδωνιˬάτζω Σίφν. βορδανιˬάζω Πελοπν. (Συκεὰ Κορίνθ.) βορδινιˬάζω Κρήτ. βουρδουνιˬάζου Θρᾴκ. (Σουφλ.) βορτωνιˬάζω Κύπρ. βουρτουνιˬάζω Κύπρ. γορδινιˬάζ-ζω Σύμ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. βορδωνιάζω. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΣΔεινάκ. ἐν Λαογραφ. 7(1923) 283 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Σκληρύνομαι ἕνεκα βράσεως ἀτελοῦς, ἐπὶ ὀσπρίων ἢ λαχανικῶν Πελοπν. (Συκεὰ Κορινθ.) Σίφν.: ᾽Ηβορδωνιˬάσανε τὰ φασόλιˬα Σίφν. Βορδανιˬάσαν τὰ κολοκύθιˬα-τὰ χόρτα Συκεὰ Κορινθ. Συνών. ἀγουριδιˬάζω 3. 2) Σήπομαι Κρήτ. Κύπρ.: Βορδίνιˬασα dὰ σπαρμένα ἀποὺ τὴ βροχὴ Κρήτ. Οἱ ἐλαι͜ὲς ἐβουρτουνιˬάσασιν (ἐπὶ ἐλαιῶν συσσωρευμένων ἑτοίμων πρὸς ἔκθλιψιν) Κύπρ. β) Ἀναδίδω κακὴν ὀσμὴν Ρόδ.: Ἐβορδώνιˬασεν τὸ φαεῖ. γ) Μαραίνομαι, κιτρινίζω Κύπρ.: Ἐβορτωνιˬάσαν τὰ κολότα (κολοκύθια). 3) Σχηματίζονται ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας μου τραχεῖαι πτυχαί, ζαρώνω Σύμ.: Ἐγορδινιˬάσαν ἀπὸ τὸ νερὸ τὰ δαχτύλιˬα μου-τὰ χέριˬα μου. Ἐγορδινιˬάσαν τὰ κουκκιˬά. IV) Κοκκινίζω ἀπὸ ἔξαψιν ὀργῆς Θρᾴκ. (Σουφλ.): Τί ἔπαθις κὶ βουρδούνιˬασις; V) Κατέχομαι ὑπὸ ἀϋπνίας Βιθυν.: Ἀπόψε ὣς τὸ πουρνὸ βορδώνιˬασα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA