ἀρβελίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρβελίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρβελίζω Ἄνδρ. Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. Βλαστ. ἀρβελ-λίζ-ζω Ἰκαρ. ἀρβιλίζου Στερελλ. (Ἀκαρναν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρβέλι. Ὅτι ἡ λ. καὶ μεσν. μαρτυρεῖ τὸ παρὰ Προδρόμ. 3,148 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «καὶ δεύτερον ἀκρόβραστον μαζί μ’ ἀρβελισμένον».
Σημασιολογία
1) Κόπτω εἰς μικρότατα τεμάχια, κατακερματίζω, συνήθως ἐπὶ κρέατος Ἄνδρ. Ἰκαρ. Στερελλ. (Ἀκαρναν.) Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ.: Κρέας ἀρβελισμένο Χίος. Συνών. ἀρβελιˬάζω, κομματιˬάζω. 2) Καταξεσχίζω, καταρρακώνω, ἐπί ἐνδυμάτων Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA