΄γγαστριὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
΄γγαστριὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
᾿γγαστριὰ ἡ, κοιν. ’γγαστρία Ζάκ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ἀγγαστριὰ πολλαχ. ἀγγαστριά Ἤπ. (Παλάσ.) ἀγγαστρὰ Θράκ. (Σουφλ.) γαστριὰ Πελοπν. (Λεῦκτρ. Σαηδόν. κ.ἀ.) γαστρία Πελοπν. (Καρδαμ.) ᾿γγαστριό, τὸ Πελοπν. (Λεῦκτρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ’γγαστρώνω, παρ’ ὃ καὶ ἀγγαστρώνω καὶ γαστρώνω. Οἱ τύπ. ’γγαστρία, ἀγγαστρία, γαστρία κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὰ εἰς-ία ἀσυνίζητα. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 337|338.2, 104. Διὰ τὴν μεταβολήν τοῦ γένους εἰς τὸν τύπ. ’γγαστριό. βλ. Γ. Χατζιδ., ἔνθ’ ἀν. 2,66.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐγκυμοσύνη, ἡ κατάστασις ἢ ἡ περίοδος τῆς ἐγκυμοσύνης κοιν.: Τὸ ἔχει ἡ ᾿γγαστριά της νά ’χῃ παραξενιˬές. Ἡ ᾿γγαστριὰ τὴν ἔκαμε ἄσκημη κοιν. Παλιˬότερα κρύβανε τὴ ᾿γγαστριὰ ἀπὸ ντροπὴ πολλαχ. Τὴν ἀσκήμεψε ἡ ᾿γγαστρία Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πὲς πῶς τὰ ζητάει ἡ ᾿γγαστριὰ σου τὰ κούμαρα! Πελοπν. (Γαργαλ.) ’Σ τ’ ᾽γγαστριὰ τ’ σιρ’κοῦ πέρασα βάσανα (σιρ’κοῦ=ἀρσενικοῦ) Εὔβ. (Στρόπον.) Εἶνι ’ς τ’ ’γγαστριά τ᾿ς ἡ φουράδα μας κὶ δὲν d’ φουρτώνουμι Εὔβ. (Ἄκρ.) Μ' ὅλη τὴν ἀγγαστριά της δὲ σταμάτησε νὰ δουλεύῃ πολλαχ. Νὰ φ’λάϊσι ’ς ’ν ἀγγαστριά σ᾿ Ἤπ. (᾽Ιωάνν.) Κακὴ ἀγγαστρία ἔκαμε ἡ νύφ’ μας Ἤπ. (Παλάσ.) Τοὺ τραυάει ἡ γαστριά της Πελοπν. (Λεῦκτρ. Σαηδόν.) Εἶχα καλὴ γαστρία ’ς αὐτὸ τὸ παιδὶ Πελοπν. (Καρδαμ.) ‖ Ἄσμ. Ἡ μάννα ποὺ σ᾿ ἐγένναε, χρυσῆ ’ταν ἡ κοιλιά της μαργαριτάρι ἔτρωγε ᾽ς ὅλη τὴ ’γγαστριά της ᾿Αθῆν. κ.ἀ. Κ’ ἕνα μικρὸ Τουρκάκι, μιˬᾶς Ρωμιˬᾶς παιδὶ βάνει λιτριˬὲς βαμπάκι ἀντὶ γιˬὰ ’γγαστριὰ (λιτριὲς=τολύπαι) Πελοπν. (Γορτυν.) Μῆλό ’φαγε ’ς τ᾽ν ἀγγαστριά, κυδώ’ ’ς τὴ λιχουσιˬά της (λιχουσιˬὰ=ἡ περίοδος τῆς λοχείας) Στερελλ. (Γαρδίκ.) Τ’ ἔτρω’, τ’ ἔπιν’ ᾿ς τὸ ᾿γγαστριό της ποὺ μοσκοβολάει ὁ γιˬός της Πελοπν. (Μανιάκ.) Συνών. ᾿γγάστρι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA