βορεˬαδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βορεˬαδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βορεˬαδάκι τό, κοιν. βουρεˬαδά’ βόρ. ἰδιώμ. βοριδάκι Κρήτ. κ.ἀ.-Μποὲμ Ζωγρ. 40 βοιρεˬαδάκι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βορεˬὰς ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ πληθ. βορεˬᾶδες.
Σημασιολογία
Ἐλαφρὸς βόρειος ἄνεμος κοιν.: Πῆρε-φυσάει βορεˬαδάκι κοιν. Κρυερὸ βοριδάκι Μποὲμ ἔνθ᾽ ἀν. || ᾎσμ. Φύσησε, βορεˬαδάκι μου, καὶ σύ, νοθιˬά μου, κόψε νά ’ρθουνε dὰ Πολίτικα αὔριο ἢ ἀπόψε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. βορεˬαδέλλι, βόρισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA