ἀναγουργουρένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγουργουρένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναγουργουρένω, ἀναγουργουλένω Πελοπν.(Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γουργουρένω.
Σημασιολογία
Σχηματίζω πομφόλυγας, ἐπὶ ὕδατος: Ἀναγουργουλένει τὸ νερό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA