΄γγαστρούδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
΄γγαστρούδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
᾿γγαστρούδα ἡ, Ἁλόνν. Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Σκόπ. γγαστρούδω Πελοπν. (Γαργαλ. Ἦλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ’γγάστρι ἢ ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ρ. ᾿γγαστρώνομαι, δι’ ὃ ἰδ. ’γγαστρώνω, καὶ τῆς καταλ. –ούδα. Ὁ μεταπλασμὸς εἰς τὸν τύπ. ’γγαστρούδω κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς ἄλλα κύρια καί προσηγορικά, οἷον᾽ Αράπα> Ἀράπω, ἀρκούδα> ἀρκούδω, ᾿Αφέντρα>’Αφέντρω, Ζαφείρα>Ζαφείρω, κλπ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἔγκυος γυνὴ (θωπευτικῶς ἢ καὶ εἰρωνικῶς) ἔνθ’ ἄν.: Ἔχουμι τ’ ’γγαστρούδα μας π᾿ δὲν bιˬά’ τίπουτα μὲ τού χιρά’ τ᾿ς Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἔλα καὶ σύ, ’ γγαστρούδω μου, καὶ πότε θὰ dὸ gάνῃς τὸ γιˬό! Πελοπν. (Γαργαλ.) Μὲ τὸ προχώρεμα τῆς ’γγαστριᾶς μεγαλώνει καὶ ἡ λιχουδιˬὰ τῆς ’γγαστρούδως Πελοπν. (Ἦλ.) Πβ. ᾿γγαστράδα. 2) Εἶδος μαύρης ἀράχνης, τῆς ὁποίας χαρακτηριστικὸν εἶναι ἡ διωγκωμένη κοιλία καὶ ὁ ἰδιαίτερος τρόπος κατασκευῆς τῆς φωλεᾶς της (ἀνοίγει κυλινδρικὴν ὀπὴν ἐντὸς τοῦ ἐδάφους, τῆς ὁποίας ἑπιχρίει διὰ κολλώδους οὐσίας τὸ ἐσωτερικόν, ὥστε νὰ γίνῃ λεῖον καὶ στεγανόν, κατασκευάζει δὲ καθ’ ὅμοιον τρόπον λεπτὸν καὶ στεγανὸν κάλυμμα, τὸ ὁποῖον φράσσει ἀκριβῶς τὴν εἴσοδον καὶ ἀνεγείρεται εὐκόλως) Ἀλόνν. Σκόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA