΄γγαστροχώρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
΄γγαστροχώρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
᾽γγαστροχώρισμα τό, Κίμωλ. ’γγαστρουχώρ’σμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀγγαστρουχώρ’σμα Στερελλ. (’Ακαρν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ’γγαστροχωρίζω.
Σημασιολογία
Ὁ διαχωρισμὸς τῶν ἐπιτόκων ζῴων ποιμνίου ἀπὸ τῶν στείρων ἤ ἀρρένων καὶ ὁ σχηματισμὸς ἰδιαιτέρας ἀγέλης ἐξ ἑκατέρας κατηγορίας ἔνθ’ ἀν.: Τ’ ἀγγαστρουχώρ’σμα γένιτι ἅμα ἀρ’νᾶνι νὰ γιννᾶνι ᾿Ακαρν. Συνών. στερφοχώρισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA