γδάρσιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γδάρσιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουσιαστικό
Τυπολογία
γδάρσιμο τό, σύνηθ. γδάρσιμο( ν ) Πόντ. (Οἰν. Σούρμ.) γδάρσιμον Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) - Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. χτάρσιμον Κύπρ. γδάρ’μου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ἐγδέρσιμον Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) γδέρσιμον Πόντ. (Σταυρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. τοῦ ρ. γδέρνω, παρ’ ὃ καὶ ἐγδέρω καὶ χτέρω, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –σιμο. Ὁ τύπ. (ἐ)γδέρσιμον ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστῶτος.
Σημασιολογία
1) Ἡ πρᾶξις τοῦ ἐκδέρειν, ἡ τελεία ἀφαίρεσις τοῦ δέρματος σφαγίων σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σούρμ. Σταυρ. Χαλδ. ): Δὲν εἶναι εὔκολη δουλε͜ιὰ τὸ γδάρσιμο σύνηθ. Τό ’σφαξα τὸ ἀρνὶ καὶ τώρα θέλει γδάρσιμο Εὔβ. (Βρύσ. Κουρ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Χιμάρ. κ.ἀ.) Δύσκολη δουλε͜ιὰ εἶ’ dὸ γδάρσιμο∙ δὲ bορεῖ νὰ τὴ gάνῃ ὁ καθαεὶς Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Γδάρ’μου εἶν’ αὐτὸ ποῦ ’κανις; Τό ’κουψις τοὺ τουμάρ’ σὶ δέκα μιριˬὲς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Τοὺ γδάρ’μου θέ’ τέχ’ Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) Πολλὰ ζόρι δουλεία ἔν’ τὸ γδάρσιμο Πόντ. (Οἰν. Σούρμ.) Συνών. γδάρμα 1, γδαρματιˬά 1, γδαρμὸς 1. 2) Ἡ ἀφαίρεσις ἐπιπολῆς τμήματος τοῦ δέρματος ἀνθρώπων ἢ ζῴων ἢ τῆς ἐξωτερικῆς ἐπιφανείας δερματίνων ἀντικειμένων, προκαλουμένη (συμπτωματικῶς ἢ καὶ σκοπίμως) διά τινος αἰχμηροῦ ἀντικειμένου σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σούρμ. κ.ἀ.): Ἔπεσε κ’ ἔκαμε ἕνα μεγάλο γδάρσιμο ’ς τὸ γόνατο σύνηθ. Πιˬάστ’κι μὶ τ᾽ συ’φάδα τ᾿ς κ’ ἔκαμαν τὰ μοῦτρα τ᾿ς οὕλου γδαρσίματα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Ἔχει ἕνα μεγάλο γδάρσιμο ᾿ς τὸ χέρι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Εἶdα γδάρσιμο τῶ bοδαριˬῶ εἶν’ εὐτό; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἄκεμο γδάρσιμον ἐγδάρτεν τὸ έρι μου Πόντ. (Οἰν. Σούρμ.) Τί σόϊ γδάρσ’μου εἶν’ αὐτὸ ’ς τὰ πουδάριˬα σ᾽; Σὶ παλιˬούρια σὶ ’λήσανι; Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Σκόνταψ’ τοὺ μ’λάρι μ᾿ κ’ ἔκανι βαθε͜ιὰ γδαρσίματα ’ς τὰ μπρουστ’ νὰ πουδάριˬα τ᾿, π’ δὲν ξέρου πότι θὰ γιˬατριφτοῦν αὐτόθ.Ὅλο γδαρσίματα τά ’χει κάμει τὰ παπούιˬα του Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σκόνταψα σὶ ᾿νιˬά πέτρα κὶ μοῦ ’κανι ἕνα γδάρ’μου ’ς τοὺ παπούτ’ π’ δὲ γιˬατρεύιτι Εὔβ. (Ἄκρ.) Κ’βάλαγα πέτρις αὐτὲς τ᾿ς μέρες κ ἔγινι τοὺ σαμάρ’ τ’ γαιˬδουριˬοῦ οὕλου γδαρσίματα αὐτόθ. Συνών. γδαρμός 2, γδαρσιˬά, γδαρταριˬά 2. 3) Μεταφ., ἡ σημαντικὴ καὶ ὀδυνηρὰ χρηματική ζημία ἣν ὑφίσταταί τις ἐξ ἀδικίας ἢ ἰδίας ἀπερισκεψίας σύνηθ.: Μοῦ ’κανε τέτο͜ιο γδάρσιμο, ποὺ δὲ θὰ ξαναπατήσω ’ς τὸ μαγαζί του σύνηθ. Μ᾽ τραύ’ξι ἕνα γδάρ’μου’οὑ μπακά’ς π᾿ μὶ ιˬουμάτ’σι Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ἔφαγα γδάρ’μου ᾿ς τοὺ παζάρ’ π’ ἔνταν οὕλου δ’κό μ’! Στερελλ. (’Αχυρ. κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA