ἀνάγυρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάγυρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνάγυρα ἐπίρρ. Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (Καλάμ. Κάμπος Λακων. Κορινθ. Σαραντάπ.) κ. ἀ. -ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 84 -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνάυρα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνάυρα Στερελλ. (Γαρδίκ.) ἀνέγυρα Θρᾴκ. (Καλαμ. Στέρν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀνάγυρος.
Σημασιολογία
1) ᾿Εκ τῆς ἀντιστρόφου καὶ οὐχὶ τῆς συνήθους ἐπιφανείας, ἀνεστραμμένως Λεξ. Δημητρ.: Βάνε τό σκέπασμα ἀνάγυρα. Συνών. ἀνάποδα, ἀνάστροφα. β) Ὑπτίως Λεξ. Δημητρ.: γλι΄στρησα κ᾽ ἔπεσα ἀνάγυρα. Συνών. ἀνάσκελα, ἀντίθ. προύμυτα. 2) Στροφάδην, κυκλοτερῶς, μὲ γῦρον Θρᾴκ. (Στέρν.) Πελοπν. (Καλάμ. Κάμπος Λάκων. ΚορινΘ. Σαραντάπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γαρδίκ.) κ. ἀ. -Λεξ. Πρω: Καλύτιρα νἀ πααίνουμι ἀνάυρα κιˬ ὄ’ κουφτὰ ᾿ς τοὺ β’νὸ Αἰτωλ. ‖ Φρ. Νὰ τὸ πῇς ἀνέγυρα (οὐχὶ ἀπ’ εὐθείας, ἀλλὰ μὲ πλάγιον τρόπον) Στέρν. ‖ Παροιμ. Ὅγο͜ιος πάει ἀνάγυρα πάει σπίτι του (ὁ διὰ πλαγίας ὁδοῦ ἐνεργῶν ἐπιτυγχάνει τοῦ σκοποῦ του) Καλάμ. ‖ ᾎσμ. Νὰ παίρνω δίπλα τὰ βουνὰ κιˬ ἀνάγυρα τοὺς κάμπους Σαραντάπ. Συνών. *ἀναγυρητά. β) Πέριξ, κύκλῳ Πελοπν. (Λακων.) -ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. -Λεξ. Πρω.: Τ᾽ἀνάγυρα χωριˬὰ Λάκων. Τὰ δέντρα τὰ πυκνὰ τοῦ λόγγου ἀνάγυρα ἐφάνταζαν πελώρια μπουκέττα ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ἀν. 3) Μακράν, ἀπόκεντρα Θρᾴκ. (Καλαμ) Μακεδ. (Καστορ.): Πέφτουμε ἀνέγυρα Καλαμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA