γδάρτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γδάρτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γδάρτης ὁ, σύνηθ. γδάρτ’ς σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. γτάρτης Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. τοῦ ρ. γδέρνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ κατ᾿ ἐπάγγελμα ἐκδορεύς σφαγίων ἢ καὶ οἱοσδήποτε κατὰ περίστασιν ἢ κατὰ σύμπτωσιν ἐκδέρων σφάγιον σύνηθ. : Εἶναι γδάρτης ’ς τὰ σφαγεῖα Ἀθῆν. κ.ἀ. Καλά, τοὺ σφάξαμι∙ πο͜ιὸς θὰ κά’ τοὺ γδάρτ’ τώρα; πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Ὁ Μανόλης σφάζει καὶ κάνει καὶ τὸ γδάρτη Κρήτ. κ.ἀ. 2) Μεταφ.,ὁ προξενῶν ὀδυνηρὰν χρηματικήν ζημίαν εἰς βάρος τινός, ὁ αἰσχροκερδής, ὁ τοκογλύφος, κττ. σύνηθ.:Ὁ μπακάλης αὐτὸς εἶναι μεγάλος γδάρτης ’Αθῇν. κ.ἀ. Μὴ bᾷς καὶ ψωνίσῃς ἐκεῖ, γιατ’ ἔν’ οὕλοι γδάρτες Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) Αὐτὸς ὁ γιˬατρὸς εἶναι γδάρτης (εἰσπράττει μεγάλην ἀμοιβὴν) Πάρ. Καλὸς γδάρτης εἶν᾽ ὁ φιλιˬότσος σου! Μᾶς πῆρε τὰ διπλᾶ γιˬὰ τὰ παπούτσιˬα Κρήτ. Εἶνι γδάρτς’ς οὑ κιˬαρατᾶς Στερελλ. (Ἀχυρ. κ.ἀ.) || Φρ. Μὄκατσε γδάρτ’ς (μοῦ ἔμεινεν ὁ ἐξ αὐτοῦ φόβος)Ἤπ. Συνών. φρ. Μὄκατσε λαχτάρα. || Γνωμ. Μάρτης, γδάρτης καὶ παλουκοκαύτης (ὁ μὴν Μάρτιος ἕνεκα ἀπροσδοκήτου καὶ ἀποτόμου πολλάκις μεταβολῇς πρὸς τὸ δριμὺ ψῦχος ζημιώνει πολλαχῶς) σύνηθ. Μάρτ’ς, γδάρτ’ς κὶ παλ’κουκαύτ’ς (συνών. τῇ προηγ.) σὺνηθ. βορ. ἰδιωμ. Μάρτης, γτάρτης ταὶ παλ-λουκοκαύτης (συνών. τῇ προηγ.) Κὺπρ. Μάρτης, γδάρτης καὶ παλουκοκαύτης | τὰ παλιˬὰ παλούκιˬα καίει, τὰ καινούργιˬα τὰ ξοδεύει (συνών. τῇ προηγ.) Πελοπν. (᾿Αράχ. Βούρβουρ. Κυνουρ. κ.ἀ.) Μάρτης, γδάρτης καὶ παλουκοκαύτης | τὰ παλιˬόβοιˬδα τὰ γδέρνει τὰ δαμάλιˬα τὰ μαθαίνει (συνών. τῇ προηγ.) Πελοπν. (Κόκκιν. Λάστ. κ.ἀ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/