βορεˬόσκεπον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βορεˬόσκεπον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βορεˬόσκεπον τὸ, ἀμάρτ. βορόσκεπον Κῶς Χίος βορότσεπο Μύκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βορεˬὰς καὶ σκεπή.
Σημασιολογία
1) Μέρος μὴ προσβαλλόμενον ὑπὸ τοῦ βορείου ἀνέμου καὶ γενικώτερον μέρος ὑπήνεμον ἔνθ’ ἀν. Συνών. βορεˬόσκιˬος 2. 2) Μεταφ. τὸ νεκροταφεῖον ὡς εὑρισκόμενον εἰς μέρος ὑπήνεμον Μύκ.: Ὁ δεῖνα εἶναι γιˬὰ τὸ βορότσεπο (ἐπὶ τοῦ ἑτοιμοθονάτου, συνών. φρ. εἶναι γιˬὰ τὰ θυμαράκιˬα ἢ τὰ θυμάριˬα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA