ἀναγυρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγυρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγυρεύω Ζάκ. Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (Δημητσάν.) κ.ἀ. -Λεξ. Δεὲκ Περι.δ Μπριγκ. Βλαστ. Δημητρ. ἀναγυρεύγω Κρήτ. ἀνεγυρεύγω Κάσ. Α.Κρἠτ. ἀνεϋρεύω Μύκ. ’νεϋρεὑγω Κάσ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀναγυρεύω. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. στ. 555 (ἔκδ. WWagner σ. 258) «τὸν κῆπον ἀνεγύρευα, τὸν Ἔρωτα, τὴν κόρην».

Σημασιολογία

1) Προσπαθῶ νὰ εὕρω, ἀναζητῶ ἕνθ’ ἀν.: Ἀναγυρεύει τό δαχτυλίδι ποῦ ᾽χασε Λεξ. Δημητρ. ‖ ᾎσμ. ’Σ τὸ σπίτι μέσα μπήκανε καὶ τὴν ἀναγυρεύγαν Κρήτ. Σὰν μοῦ τὸ πάρῃς, ὕπνε μου, πᾶρε καὶ φέρε μού το νὰ μὴν ἐρτῇ ἀφέντης του καὶ ᾽νεϋρέψῃ μού το (βαυκάλ.) Κας. Συνών. ἀναγορεύω 4. 2) Κάμνω μνείαν τινὸς ἀπόντος, ἀναφέρω τινὰ Πελοπν. ( Δημητσάν.): Παροιμ. Ἀναγύρεψε τὸ γάδαρο νὰ δῇς τ᾽ ἀφτιˬά του (ἐπὶ προσώπου ἐμφανιζομένου, καθ’ ὃν χρόνον γίνεταιλόγος περὶ αὐτοῦ). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναγορεύω 1. Πβ. ἀναγογυρεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/