βορίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βορίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βορίζω Ἀθῆν. Εὔβ. (Κουρ.Ὄρ.) Θήρ. Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σινασσ. Φάρασ. κ.ἀ.) Κάρπ. Κρήτ. (Κατσιδ.) Κύθν. Λέσβ. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Δαμαρ.) Πάρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Οἰν.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Σάντ. Τραπ.) Ρόδ. Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 362 Πρω. Δημητρ. βορίζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βουρίζου Εὔβ. (Στρόπον.) Λεσβ. Μακεδ. (Βελβ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. βολίζω Κρήτ. βουλίζου Β.Εὔβ. ἐβορίζω Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἠβορίζω Πόντ. (Ἀμισ. ᾽Αργυρούπ. Κοτύωρ. Ὄφ. Χαλδ.) ἠγβορίζω Πόντ. (Ἀμισ.) βορῶ Ρόδ. βορίζου Τσακων. Μέσ. βουρίζουμι Θεσσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βορεˬάς. Ὁ τύπ. ἐβορίζω προσέλαβε τὸ ε διὰ τὸν ἀόριστον ἐβόρισα- ἐβόρτσα, ὁ δὲ τύπος ἠβορίζω ὁμοίως διὰ τὸν ἀμάρτ. ἀόρ. ἠβόρισα-ἠβόρτσα.
Σημασιολογία
Α) Ἀπροσ. 1) Πνέει βόρειος ἄνεμος ξηρὸς καὶ ψυχρὸς Εὔβ. (Κουρ. Ὄρ. Στρόπον.) Θήρ. Κάρπ. Κρήτ. (Κατσιδ.) Κύθν. Λέσβ. Μακεδ. (Βελβ. κ.ἀ.) Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Δαμαρ.) Πάρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Κίτ. Μάν. Οἰν.) Πόντ. (Οἰν.) Ρόδ. Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. Πρω. Δημητρ.:Ὕστερ’ ἀπὸ τὴ βροχὴ θὰ βορίσῃ Πάρ. || Γνωμ. Σὰ βροντήσῃ καὶ δὲ βορίσῃ, γνώριζε νότος εἶναι Κάρπ. Ἔστραψεν τσ’ ’ὲν ἐβόρισεν, πάλι τσουνούργιˬος νότος Μεγίστ. Καὶ προσωπ. ἐγείρω βόρειον ἄνεμον Ἀθῆν. Εὔβ. (Κουρ.) Πόντ. (Τραπ.) Ρόδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ.: Βόρισε ὁ καιρὸς Ἀθῆν. Ἐβόρτσεν ὁ καιρὸν Τραπ. || Γνωμ. Ὁ Φλεβάρις τσ’ ἂν φλεγίσῃ, καλοτσαίρι θὰ μυρίσῃ, ἅμ-μα πάρῃ τσαὶ βορίσῃ, ’ς τὸ σατσὶ θελὰ μᾶς κλείσῃ Κουρ. 2) Στρέφει τὸν καιρὸν πρὸς τὸν βόρειον ἄνεμον Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ρόδ. κ.ἀ.: Τὸνε βόρισε τὸν καιρὸ Ρόδ. Ταχυτέρου ’τονε μαΐστρος, μ’ ἀπόψε τὸν ἔχει βορισμένο Ἀπύρανθ. 3) Πνέει βορειοανατολικὸς ἢ ἀνατολικὸς ἄνεμος Πόντ. (Οἰν.) Β) Προσωπ. 1) Ἀερίζω, δροσίζω Πόντ. (Οἰν.Ὄφ. Τραπ.): Φύσα τ’ ἐβόρτσο με Ὄφ. Δός με ὀλίγο νερὸ νὰ βορίσω τὴ γλῶσσα μ’ αὐτόθ’ Βόρισε με (κάμε μου ἀέρα) Οἰν. Ἐφύσεσεν ἀέρας κ’ ἐβορίγαμε (ἐβορίσθημεν) Τραπ. Μετοχ. βορισμένος, δροσερὸς Οἰν. Καὶ ἀμτβ. δροσίζομαι Πόντ. (Τραπ.): Ἕναν ξάι ἐβόρτσεν τ’ ἀπάν’ ἀτ’ (ὀλίγον ἐδροσίσθη τὸ σῶμα του). β) Ἀμτβ. σκάζω ἀπὸ τὸν ψυχρὸν βόρειον ἄνεμον Τσακων.: Ἐβορίαϊ τὰ χεῖα σι ἀπὸ τὰν κράδα (ἔσκασαν τὰ χείλη του ἀπὸ τὴν κρυάδα). γ) Μεταφ. παύω οἱονεὶ νὰ πυρέσσω, νὰ εἶμαι ἐρεθισμένος, ἀνακουφίζομαι Πόντ. (Κρώμν. Τραπ.): Ἐβόρτσεν ἡ γερά μ’ (ἡ πληγή μου)-ἡ καρδία μ’ κττ. 2) Φυσῶ, ἀναρριπίζω Πόντ. (Τραπ.): Βορίζω τὴν φωτίαν. Β) Μέσ. σείομαι ὑπὸ τοῦ βορείου ἀνέμου Θεσσ.: ᾎσμ. Χρυσῆ καντήλα κρέμιτι ψηλὰ ’ποὺ τὰ οὐράνιˬα... δίχους βουρεˬὰ βουρίζετι, δίχους ἀέρα σειόταν. 3) Λικμῶ, λιχνίζω Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σινασσ. Φάρασ. κ.ἀ.) Κρήτ. Νάξ. (Δαμαρ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Βορίζω τὸ γέννημα Δαμαρ. Ἐβορίζω τὸ σ’τάρ’ Τραπ. || Παροιμ. φρ. Παλ ἀύρ ἐβορίζ’ (παλαιὰ ἄχυρα λιχνίζει, ἐπὶ τοῦ ἀνακινοῦντος πράγματα παλαιὰ καὶ λησμονημένα) Χαλδ. Συνών. ἀνεμίζω (Ι) Α3, βοράζω 4) Λικμῶ τὸν ἐκλεπισθέντα σῖτον καταρρίπτων αὐτὸν κατ’ ὀλίγον ἐξ ὕψους πρὸς ἀποβολὴν τῶν πιτύρων Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. (Κρώμν. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ): Ἐβορίζω τὸ πλουγούρ’ (πλιγούρι) Χαλδ. β) Χύνω τὸ γάλα κατ’ ὀλίγον ἐξ ὕψους διὰ νὰ κρυώσῃ Καππ. (Ἀνακ.) 5) Καθαρίζω τὸν σῖτον ἀπὸ τὸ χῶμα μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ ἀνέμου Μακεδ. 6) Ἀερίζω ὑγρὰν τροφὴν μὲ τὸ κουτάλι διὰ νὰ κρυώσῃ Πόντ. (Ἀμισ. κ.ἀ.) 7) Ἀμτβ. ξηραίνομαι Πελοπν. (Βούρβουρ.): Τὰ φύλλα βορίζουν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA