γδορὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γδορὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γδορὰ ἡ, Σκῦρ. γδουρὰ Πελοπν. (᾿Ολυμπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ 'Ελληνιστ. οὐσ. ἐκδορά.
Σημασιολογία
Ἡ ἐσωτερική, ἡ πρὸς τὸ κρέας ἐπιφάνεια τοῦ δέρματος τῶν ζῴων ἔνθ᾽ ἀν.: Μὴ σοῦ παραπάρῃ τὸ μαχαίρι καὶ κόψῃς τὴ γδουρὰ ᾽Ολυμπ. Τὸ τομάρι γιὰ τὸ τυρὶ ἔχει τὴ γδουρὰ ἀπόξω αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA