γδούρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γδούρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γδούρι τό, ἐγδόρ’ Πόντ. (Χαλδ.) γδούριˬο Πελοπν. (Καλάβρυτ.) γδούρι Ἤπ. Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Ρόδ γδούρι Μύκ. κdούρι Ἴμβρ. ὀγδούρι Κάρπ. οὐγδούρι Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Βυζαντ. οὐσ. ἐκδούριν, ὃ ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. ἐκδόριον, παρὰ τὸ ἐκδέρω. ’Ιδ. Πρόδρομ. 3, 355c (ἔκδ. Hesseling-Pernot, σ. 65) «ἐκδούριν, παλαιοκάλιγον, φθειριάρικον, κοντριάρικον». Περὶ τοῦ ἐτύμου ἰδ. Γ.Χατζιδ., Γλωσσ. Μελέτ., 233 Ἄνθ. Παπαδόπ., ᾽Αθηνᾶ 37 (1925), 174-175.

Σημασιολογία

1) Γυμνὸς Κρήτ. Μύκ. Πόντ. (Χαλδ.) Ρόδ. Κοdεύω ν’ ἀπομείνω γδούρι Μύκ. Ἔγινες γδούρι Κρήτ. Ἔμεινε γδούρι Ρόδ. || Φρ. ᾽Εγέντον ἐγδόρ’ (ἔγινε ρακένδυτος, δυστυχής, πάμπτωχος) Χαλδ. 2) Τόπος ἀποψιλωμένος, ἐστερημένος βλαστήσεως Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ρόδ.: Αὐτὸ τὸ μέρος τό ᾿γδαραν τὰ πρόβατα, τό ’καναν γδούρι. Ἤπ. Ὁ τόπος ἔγινε γδούρι (ἀπεψιλώθη) Ρόδ. β) Τὸ στερηθὲν τῶν φύλλων του φυτόν, τὸ ξηρὸν Κάρπ. Κρήτ. (Σητ.): Γδούριˬα γενήκανε τὰ κηπουλικὰ ἀποὺ τὸ χιˬόνι Σητ. Τὸ σπαρτὸν ἔγινε ὀγδούρι Κάρπ. 3) Ἡ περιβάλλουσα τὰ νῶτα τῶν ὑποζυγίων δερματίνη λωρὶς καὶ στηρίζουσα τὸ σάγμα Ἴμβρ. Συνών. ὀπιστιˬά, πισινέλα, πισινή 4) Τὸ ράκος Κρητ.: Δὲν ἔμεινε ἀπάνω του γδούρι. Εἶdα γδούριˬα ᾽ναι ποὺ τὰ φορεῖς καὶ δὲ dρέπεσαι τ᾿ς ἀθρώπους. || Φρ. Γδούριˬα πῆγε (ἐπὶ φορέματος, ἀπερρακώθη). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/