ἀναγύρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγύρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναγύρισμα τό, Κρήτ.Πελοπν.(Λακων.Μάν.) Σεριφ. ἀναῢρισμα Κάρπ. ἀνεγύρισμα Καρπ. Σεριφ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναγυρίζω.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ ἀνακατώνῃ, ἀνασκαλεύῃ τίς τι Καρπ Συνών. ἀνακάτεμα, ἀνακάτωμα. β) Τὸ ἀνασκαπτόμενον διὰ τοῦ ρύγχους τοῦ χοίρου μέρος Σέριφ. 2) Περιστροφὴ καὶ δὴ δημητριακῶν καρπῶν ἐν κοσκίνῳ κατὰ τὸ κοσκίνισμα, καθ’ἣν ἐπιπολάζουν τὰ σκύβαλα, ἄχυρα. κττ. Σεριφ. 3) Περίοδος, ἐπάνοδος, ἐπὶ χρόνον Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Τοῦ χρόνου τ᾽ ἀναγύρισμα Λάκων.‖ ᾎσμ. Μὲ καλοστράδισ’ ὁ Θεὸς| ᾿ς τοῦ χρόνου τ᾽ ἀναγύρισμα κ᾿ ἔκαμα καὶ καλό παιδὶ Μάν. 4) Ἔμπαιγμός, χλεύη Κρήτ. 5) ᾿Απομάκρυνσις ἀπό τινος, ἕνεκα μεταδοτικῆς νόσου Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/