γδύσιμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γδύσιμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γδύσιμο τό, ἐγδύσιμον Πόντ. (Κερασ.) γδύσιμον Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) - Λεξ. Βυζ. Μπριγκ. γδύσιμο κοιν. γδυσ’μου βόρ. ἰδιώμ. γdύσιμο Κῶς.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γδύνω.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἀφαίρεσις τῶν ἐνδυμάτων, ἡ γύμνωσις κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Ντύσιμο, γδύσιμο, πάει ἡ μέρα. Βαρε͜ιέμαι τὸ ντύσιμο καὶ τὸ γδύσιμο. Μ’ αὐτὸ τὸ γδύσιμο ποὺ κάνεις μὲ τέτο͜ιο κρύο, θὰ πουντιˬάσῃς κοιν. Πολ-λὺ ποὺ ’ργεῖς ᾿ς τὸ γδύσιμο! Κῶς. Εἶd’ ἀργοπορία τοῦ γδυσιμάτου καὶ τοῦ dυσιμάτου ’ν’ εὐτή; Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Βάσανου εἶν᾽ αὐτὸ τοὺ dύσ’μου κὶ τοὺ γδύσ’μου κάθι βράδ’ Τῆν. Συνών. γύμνιˬα, ξεγύμνωμα. Αντίθ. ντύσιμο. Μεταφ. 1) Ἡ ἀποφλοίωσις τῶν καρπῶν Κῶς: Τὸ γδύσιμο τῶν ἀμυγdάλων - τοῦ σιταριˬοῦ. Συνών. ξεφλούδισμα. 2) Ἡ ἀφαίρεσις πραγμάτων καὶ κυρίως ἡ διὰ τῆς βίας ἢ τῆς κλοπῆς γινομένη σύνηθ.: Μπῆκαν τὴ νύχτα ’ς τὸ σπίτι - ’ς τὸ μαγαζὶ καὶ τοῦ ’καμαν σωστὸ γδύσιμο σύνηθ. Ὕστερ’ ἀπὸ τὸ γδύσιμο τοῦ σπιτιˬοῦ ποὺ μᾶς ’κάναν, ἀναγκαστήκαμε ν᾿ ἀφήσωμε τὸ χωριˬὸ καὶ νὰ ’ρθοῦμε ’ς τὴν ᾿Αθήνα Αθῆν. Ἤκαψέ με καὶ τὸ γδύσιμο τοῦ μητάτου, μᾶς ἐπῆραν ἕνα φκυˬάρι, δύο ἀξίνες Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Ἦρθε καὶ ἡ παdρεμένη ἡ κόρη του γιˬὰ ν’ ἀποτελε͜͜͜ιώσῃ τὸ γδύσιμο τοῦ σπιτιˬοῦ τους Πελοπν. (Πάνιτσ.) 3) Ἡ παρά τινος λῆψις ποσοῦ μείζονος τοῦ δέοντος κοιν.: Μᾶς ἔκαμε γδύσιμο σωστὸ ’ς τὸ μαγαζί του κοιν. Λογαριˬασμὸς ἦταν αὐτὸς ἢ γδύσιμο μὲ τὰ οὕλα του! Πελοπν. (Πάνιτσ.).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/