γεβεντίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεβεντίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεβεντίζω Εὔβ. (Βρύσ. Κύμ.) Ἤπ. ᾽Ικαρ. ’Ιων. (Κάτω Παναγ. Κρήν.) Καππ. (Σινασσ.) Κίμωλ. Κυκλ. Κύπρ. Μῆλ. Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Καρδαμ. Κορινθ. Μεσσ. Τρίκκ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Σκῦρ. Χίος Ψαρ. - Κ.Χρηστομ., Κερέν. κούκλ., 46 -Λεξ. Βάιγ. Βεντ. Κορ., Ἄτ. 4, 78 Μπριγκ. Μ’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. γεβενdίζω Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ.) γεβενdίζ-ζω Κῶς Μεγίστ. Ρόδ. γεβεdίζω Ἄνδρ. Ζάκ. Κέρκ. (Λευκίμμ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Λευκ. Μύκ. Πάρ. Πελοπν. (Λεῦκτρ.) γεβεd-dίζ-ζω Σύμ. γεβεντίτζω Σίφν. γεβενdίντζω ᾽Αστυπ. γεβετίζω Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πάρ. ζεβεdίζω Νάξ. (Ἄνω Ποταμ.) κεβεντίζω Πελοπν. (Κορινθ.) γκιβεντίζου Θρᾴκ. (Περίστασ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. gεβεdίζω Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.) gεβενdίζω ’Ιων. (Βουρλ.) λεβεντίζω Ψαρ. λεβενdίζω Χίος λεβενdίζ-ζω Κῶς ’εβεdίζω Νάξ. (’Απύρανθ.) ’εβεdίζ-ζω Κάλυμν. γιβεντίζω Λεξ. Γερμ. Βάιγ. Κορ., ἔνθ’ ἀν. Μπριγκ. γιβεdίζω Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. γιβενdίζ-ζω Κάρπ. Κάσ. γιβιντίζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ. Περίστασ.) Κυδων. Γιˬοβεdίζου Λευκ. γιˬουβεdίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) δγιβιdίζου Κυδων. κιβεντίζω Κύπρ. -Λεξ. Βάιγ. Κορ., ἔνθ᾽ ἀν. κιβεdίζω Θήρ. τσιεντίζ-ζω Κάρπ. τσουβεdίζω Θήρ. (Οἴα) λιβεdίζω Κύθηρ. ιβιντίζου Θρᾴκ. (Καλλίπ.) ιβιdίζου Ἴμβρ. γιβιντοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) gιβεdῶ Μακεδ. (Πάγγ. Λακκοβ.) ’βιdῶ Ἴμβρ. Μέσ. γκιβιντίζουμι Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Χρονολόγηση

Βυζαντινό

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γεβεντίζω, παρ’ ὃ καὶ γιβεντίζω καὶ κιβεντίζω, δι’ ἃ ἱδ. Δουκ. ἐν λ. γυβεντίζω. Διὰ τὸν τύπ. δγιβιdίζου πβ. τὸ Βυζαντ. διεβεντίζω παρὰ Σαχλίκ., ᾿Αφήγησ. παράξεν. στ. 889 (ἔκδ. Σ.Παπαδημητρ., σ. 51) «ὅσον καὶ ἂν μὲ διεβέντισαν, πάλι πολιτική ’μαι». Ὁ τύπ. κιβεντίζω ἐν ’Ασίζ. Κύπρ. (Κ.Σάθα, Μεσν. Βιβλ. 6, 481) καὶ παρὰ Μαχαιρ. 1, 126 (ἔκδ. R. Dawkins) «ἐγύρεψέν τους καὶ ηὗρέν τους καὶ ᾿κιβέντισέν τους μὲ τὸ τρουμπέττιν καὶ ἔκοψεν πασανοῦ τὸ φτίν του τὸ δεξιόν». Πβ. καὶ τὸν τύπ. κεβεντίζω ἐν ’Ασίζ. Κύπρ. (Κ.Σάθα, Μεσν. Βιβλ. 6, 91) «καὶ οὕτως νὰ τὸν κεβεντίσουν εἰς τὴν χώραν καὶ νὰ τὸν διώξουν ἔξω τῆς χώρας». Ἡ λ. πιθανῶς ἐκ τοῦ Τουρκ. kevenmek. ᾿Ιδ. Miklosich, Die türk. Elemente in den südost-und osteurop. Sprachen ΧΧV, 110 καὶ Σ.Παπαδημητρ. ἐν τῇ ἐκδ. Σαχλίκ., ’Αφήγησ. παράξεν., σ. 179-180. Περὶ τῆς προελεύσεως τῆς λ. ἐκ τοῦ Γαλλ. gibet (= τόπος καταδίκης, σταυρός, διότι οἱ καταδικαζόμενοι διαπομπεύονται, συνοδεύονται ἀπὸ πολλοὺς θεατὰς ἀπὸ τὴν φυλακὴν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης) ἰδ. Δουκ. Κορ., Ἄτ. 4, 78 G. Meyer, Neugr. Stud.4, 23 Μ. Triantaph., Lehnwörter, 142, 87 R. Dawkins, Byzant. Neugr. Jahrb. 3 (1922), 143-144 Μ. Δένδ., ᾽Αθηνᾶ 36 (1924), 149. Διὰ τὴν ἐκ τοῦ ’Ιταλ. giubbetto (= στήλη ἀγχόνης, σκόλοψ, ἀπαγχόνισις) ἐτυμολογίαν ἰδ. Μ.Δένδ. ἔνθ᾽ ἀν. Μ.Φιλήντ., Γλωσσογν. 3, 230-231. Περὶ τῆς λ. ἰδ. καὶ Σ. Παπαδημητρίου, ἔνθ’ ἀν., σ. 177-179, Ν. Πολίτ., Λαογρ. 4 (1912-1913), 650-653, Παροιμ. 1, 557 Σ. Ξανθουδ., ἐν ’Ερωτοκρ., 526-527.

Σημασιολογία

1) Διαλαλῶ, διακηρύττω ’Αστυπ. Ἴμβρ. Μακεδ. (Λακκοβ Πάγγ.): Γιˬὰ σουπᾶτι κὶ ’βιdοῦν Ἴμβρ. Ἅμα τὰ μιλήσουν dὰ γαμbρολόγιˬα, ὕστερι τὰ γεβενdίντζου (γαμbρολόγιˬα = ἀρραβῶνες) ’Αστυπ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. ’Ιδ. Σαχλίκ., ἔνθ᾽ ἀν., σ. 180 «ὥσπερ οἱ κήρυκες ἐγιβέντισαν τὰ περὶ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ ἡμῶν». 2) Διαπομπεύω, διασύρω την ὑπόληψίν τινος, δυσφημῶ τινα σύνηθ. καὶ Τσακων. (Πραστ.): Γεβέdισες τὸ σπίτι μας μὲ τὰ καμώματά σου Μύκ. Τὴν ἐγεβένdισαν πὼς ἔκανε παιδὶ μὲ δαῦτον καὶ τό ’ρριξε Πελοπν. (Βούρβουρ.) Μά ’ρτετε πολ-τὰ νωρίς, κ’ οἱ γειτόνοι ’κόμα κάθουνdαι, τσαὶ θὰ γεβενdιστῶ πού ’μαι ᾿ς ἀνdρὸς πλάτες ’Αστυπ. Τί σοῦ ᾽κανε καὶ τὸν κεβεντίζεις ’ς τὸν κόσμο; Πελοπν. (Κορινθ.) ’Εγεβε’d’σε τ᾿ν ξέ’ τὴ ’ναῖκα κ᾿ εἶν’ ἁμαρτία Λευκ. Ἤθελε νὰ τόνε γεβεdίσ’ καὶ δὲ dοῦ πέρασε αὐτόθ. Βάλε, ποὺ νὰ σὲ ᾽άλου ’ς τὸ γάαρο τσαὶ νὰ σὲ τσιεντίζ-ζου (ἀρὰ) Κάρπ. Θὰ πάῃ νὰ μᾶσε γεβεντίσῃ Σίφν. ᾽Εὼ θὰ dὰ πῶ νὰ σὲ ᾽εβεdίσω Νάξ. (’Απύρανθ.) Δὲ dρέπεσαι, ᾽εβεdισμένε, νὰ κάθεσαι νὰ λὲς τέθο͜ια λόιˬα τῶ bαιδιˬῶ; αὐτόθ. Μωρὴ ’εβεdισμένη, ποῦ ἤσου τέθο͜ια ὥρα; αὐτόθ. Θὰ μοῦ τὸ πληρώσουν οἱ γεβεdισμένοι Ἄνδρ. Μὴ τῆς μιλᾷς τῆς γεβεdισμένης Ἤπ. ’Ανάθεμα τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ σὲ γεννόσπερνα, γεβεdισμένο σκορφαλιδάτσι Πάρ. || ᾌσμ. ’Ανωμερίτικος dουρβᾶς, γεβεdισμένο σόι, κρῖμα ’ς τὰ ροῦχα ποὺ φορεῖ καὶ τὸ ψωμὶ ποὺ τρώει (ὑποτιμητικῶς περὶ τῶν κατοίκων τοῦ χωρίου Ἄνω Μερὰ) Μύκ. Βρὲ σύ, σκύλλε, βρὲ ἄνομε, βρὲ σύ, γεβεντισμένε, δὲν εἶχες κρίση νὰ τὴν πᾷς, κριτὴ γιˬὰ νὰ τὴν κρίνῃς; ᾿Ιων. (Κάτω Παναγ. Κρήν.) Μουρὴ στσύλλα, στσύλλ’ ἄνομη, στσύλλα λεβενdισμένη, τὸ μαῦρομ-μας ἐγρώνισες τσ’ ἐμὲ δὲν ἐγρωνίdζεις; (στσύλλα = σκύλλα) Χίος Ἄμ bῇς πὼς δὲσ-σ’ ἐγκάλ-λιˬασα, μωρὴ γεβενdισμένη, σὰν dοῦ σαράφη τὰ φλουριˬὰ σ᾽ ἔχ᾽ ἀνακατωμένη Μεγίστ. Μαρή, -ύλ-λα, μαρ’ ἄνομη, μαρὴ ’εβενdισμένη, ποὺ ’εις τοὺς δώδεκ’ ἀερφοὺς τ᾿ οἱ δώδεκ’ ἀνdρειωμένοι Κάλυμν. Μωρὴ στσύλλα, μωρ’ ἄνομη, ’Οβριˬὰ γεβεντισμένη Σκῦρ. Ἡ σημ. καὶ ἐν ’Ερωτοκρ. Α 658 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «Δέκα ’μαστεν g᾽ ἐκεῖνοι δυˬό, π’ ἀνάθεμα τὴν ὥρα, | ὅλοι ἐγεβεντιστήκαμε ’ς τσὶ γειτονιˬὲς ’ς τὴ Χώρα.» Συνών. ἐξευτελίζω, πομπεύω, ρεζιλεύω. 3) ᾿Ατιμάζω, βιάζω γυναῖκα, διασκεδάζω εἰς βάρος τῆς ὑπολήψεως γυναικὸς Κρήτ. Κῶς: ᾿Αφοῦ τὴν ἐγεβενdισεν gάμbοσον ταιρόν, dὴν ἐξαπόλυτε Κῶς. 4) Μεθ᾿ ὕβρεων ἀποπέμπω τινὰ Κυδων. Σίφν.: Τοὺν δγιβέd’σα τσὶ πά’ Κυδων. 5) ’Εντροπιάζω, ὑβρίζω, γελοιοποιῶ τινα Ἄνδρ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Λευκ. Μύκ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Πελοπν. (Αἴγ.) Εἶd’ ἀσκημιˬὰ τ’ ἀθρώπου ’τον εὐτή; ᾿εβεdίζει τὸ χωριˬὸ ἡ ἀσκημιˬά dου ’Απύρανθ. ’Ασάρωτά ’χα κ’ ’εβεdίστηκα πού ’ρθα g᾽ ἐbήκασι μέσα αὐτόθ. ’Εβεdίζομαι ὅσο τζ’ ἀκούω καὶ λέει τὰ παλιˬόλοα ποὺ λέει αὐτόθ. Τὴν ἐγεβέντισε Αἴγ. || ᾎσμ. Μιὰ bαdρεμέ’νη bάει ἀbρὸς καὶ πῆτε τση τραγούδιˬα, ’ιˬατὶ μᾶς ἐγεβέdισεν ὅλα dὰ κοπελούδιˬα ’Απύρανθ. 6) ’Αποδεικνύω τινὰ ψευδόμενον Παξ. 7) Ὑπερτερῶ, νικῶ, καταβάλλω Κεφαλλ. Κίμωλ. Χίος: Τὸν εγεβέdισε Κεφαλλ. ᾿Εκεῖνο εἶναι ποὺ μ’ ἐγεβέdισε (ἐκεῖνο ἐπεδείνωσε τὴν κατάστασίν μου) Κίμωλ. Αὐτὸς ὁ θάνατος μ’ ἐγεβέντισε Χίος. 8) ’Αποφασίζω, τολμῶ Θρᾴκ. (Περίστασ.): Δὲ γκιβεντίζουμι νὰ πᾶμι ’ς τὴν Πόλη νὰ ἰργαστοῦμι; Καὶ μέσ., ἐπιχειρῶ, καταπιάνομαι Μακεδ. (Χαλκιδ.): Τέτχο͜ια δ’λε͜ιὰ δὲ τ’ γκιβεντίζουμι. Μετοχ. 1) Ὁ κομψευόμενος, ὁ θηλυπρεπὴς Σύμ. 2) Ὁ ἄτακτος, ὁ κακότροπος, Κέρκ. (Λευκίμμ.): Ἕνας γεβεdισμένος πάdοτε θὰ τρώῃ ξύλο. 3) Ὁ ἄξιος μομφῆς κατηγορίας Ἄνδρ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Παρ.: Διˬαόλοι νὰ bοῦν μέσα σου, γεβεdισμένε, πού ’χεις τοῦ χοίρου τὴ μούρη Πάρ. Ὤ τὸ ’εβεdισμένο, εἶdα μοῦ ’καμε! ᾿Απύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/