γεβεντιστούτσικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεβεντιστούτσικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεβεντιστούτσικος ἐπίθ. ἀμάρτ. οὐδ. διβεγκιστούσικο Τσακων. (Μέλαν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γεβεντιστὸς καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ -ούτσικος.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήσυχος, ὁ ἄτακτος: Ὅρα τὸ διβεγκιστούσικο τσ’ ἔι ποῖντα (κοίταξε τὸ γεβεντιστούτσικο τί κάνει).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA