ἀναδάκρυσμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδάκρυσμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσαιστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναδάκρυσμα τὁ, Λεξ. Δεὲκ

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀναδακρὑζω.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ δακρύζῃ τις, δάκρυσμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/