βοσκέα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοσκέα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βοσκέα ἡ, Κρήτ. βοσκεὰ Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βοσκὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -έα, δι’ ἣν ἰδ. -εˬά.
Σημασιολογία
Ἡ ὀσμὴ τὴν ὁποίαν ἀποπνέει ὁ βοσκὸς ἐκ τῆς μετὰ τῶν προβάτων ἀναστροφῆς: ᾎσμ. Δὲ dὸνε θέλω τὸ βοσκό, γιˬατὶ βγάνει βοσκέα, μὰ τὸνε θέλω δάσκαλο νὰ βγάνῃ λιβανέα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA