βοκεθίος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοκεθίος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βοκεθίος ὁ, Πόντ. (Τραπ.) βοκεθίο Πόντ. (Ὄφ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐβοκέθα παθ. ἀορ. τοῦ βόσκω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίος, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 12 (1946) 62-3.

Σημασιολογία

1) Τὸ βόσκειν, ἡ βοσκὴ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): Ἐξέγκαμε τὰ ζὰ ’ς σὸ βοκεθίο (βγάλαμε κτλ.) Ὄφ. Συνών. βοσκὴ Α 1. 2) Τὸ μέρος ὅπου βόσκουν τὰ ζῷα, βοσκότοπος Πόντ. (Ὄφ.) Συνών. βοσκὴ Α 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/