γεγὲς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεγὲς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεγές ὁ, Ἰων. (Βουρλ.) Πελοπν. (Αἰγιάλ. ’Αρκαδ. ’Αχαΐα Ἦλ. Καλάβρυτ.) - Σ.Περεσιάδ., Βασίλισσ. ἀνθ.,4, 28. Δ.Λάμψα, Ν. Ἑστ. 19 (1986), 680 - Λεξ. Μπριγκ. Μ’Εγκυκλ. ’Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γιγές Κυδων. Σαμοθρ.

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνόητος, κουτός, βλὰξ Πελοπν. (Αἰγιάλ. Αρκαδ. ᾽Αχαΐα Ἦλ. Καλάβρυτ.) - Σ.Περεσιάδ., ἔνθ’ ἀν. Δ.Λάμψας, ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Μπριγκ. Μ’Εγκυκλ. ’Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: ᾿Αφοῦ εἶσαι γεγές, καλὰ ἔπαθες ’Αχαΐα. Τραύα νὰ τηράξῃς τὴ δουλειά σου, γεγέ, ποὺ χαζεύεις καὶ γελᾷς σὰ χάχας Ἦλ. ’Σ ἐμᾶς τὶς γυναῖκες, ἂς ποῦμε καθαρά, συμφέρει νά ’ναι ὁ ἄνδρας κομματάκι γεγές, γιˬατὶ ἡ κουταμάρα τῶν ἀνδρῶν ἐξασφαλίζει τὴν εὐτυχία ἐμᾶς τῶν γυναικῶν Σ.Περεσιάδ., ἔνθ’ ἀν., 28. Καταραμένος ὁ γεγὲς ὁ συμβολαιογράφος, ποὺ μ’ ἔβαλε νὰ ὑπογράψω τὴν καταστροφὴ μου Δ.Λάμψας ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ κρυψίνους, παμπόνηρος Κυδων. Σαμοθρ.: Ξέρ’ς τί γιγὲς ἔι; Τίπουτα δὲ dούν γιλᾷ Σαμοθρ. 3) Ποταπός, ἀναξιοπρεπής Ἰων. (Βουρλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/