ἀναδακρυˬώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδακρυˬώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναδακρυˬώνω Κρήτ. Καρπ. (Νεοελλ. Ἀνάλ. Παρνασσ. 1,144) ἀναδακρυˬώνου Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ ρ. δακρυˬώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Μπεργαδ. ᾿Απόκοπ. στ. 267 (ἔκδ. ἘLegrand Biblioth. Grecq. Vulg. 2,107) «μ᾿ ἕνα ὃμμἀτιν νὰ γελᾷ, μ᾿ ἄλλον ἀναδακρυώνει» (διορθωτέον: ἀλλο ν᾿ ἀναδακρυώνῃ).
Σημασιολογία
Ἀναδακρύζω, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ὁ ἄdρας γὴ ἡ γυναῖκα ποῦ σαραdίζει ἀναδακρυˬώνει καὶ χασμουρε͜ιέται (γὴ= ἢ, σαραdίζει== θεραπεύει δι᾽ ἐπῳδῶν) Κρήτ.‖ Παροιμ. Ὅταν ὅλοι ἀποκλάψουν, τότ᾽ ἡ χήρα ἀναδακρυˬώνει (ἐπὶ τῶν παρακαίρως γινομένων) Νεοελλ. ’Ανάλ. Παρνασσ ἔνθ’ ἀν. Ὅντεν ἀπο-κλαῖγαν οὕλοι, ἀναδάκρυˬωνε κ᾿ ἡ χήρα Κρήτ. (συνών. τῇ προηγουμένῃ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA