γειρτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γειρτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γειρτὸς ἐπίθ. σύνηθ. γειρτὸς Εὔβ. (Στρόπον.) ᾽ειρτὸς Νάξ. (’Απύρανθ.) γειρτὲ Τσακων. (Πραστ.) γερτὸς Ἤπ. Κρὴτ. (Κίσ. Πεδιάδ.) Μύκ. Πελοπν. (Ἄργ. Αρκαδ. Βραχν. Οἰν.) Πόντ. (Ὄφ.) Σκῦρ. Χίος - Γ.Δροσίν., Ἀγροτ. ἐπιστ., 83 Ι.Πολέμ., Σπασμέν. μάρμαρ., 27- Λεξ. Περίδ. ’ερτὸς Νάξ. (᾿Απύρανθ.) γερτὲς Σκῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γέρνω, διὰ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. ἔγειρα.
Σημασιολογία
Ὁ κεκλιμένος, ὁ γερμένος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ.) Τσακων. (Μέλαν.): Ὁ κορμὸς εἶναι γερτὲς Σκῦρ. Δὲ σ’ φαίνεται τσεῖνο δὰ τὸ κάντρο ὅτ’ ἔναι γερτό; αὐτόθ. Οὑ στῦλους εἶι γειρτὸς Εὔβ. (Στρόπον.) Τοῦτο τὸ φόρτωμα εἶναι γειρτὸ Πελοπν. (Τριφυλ.) Μαξιλάρες γειρτὲς ’Αθῆν. Πολὺ ᾿ειρτὸ τό ᾿καμα dὸ καδιρίμ’ ἐτοῦ κάτω Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Ὅλες οἱ ἐλιˬὲς εἶναι ’ερτές, τ᾿ς ἔχει ὁ βοριˬὰς ἐτσὰ καμωμένες καὶ ᾽έρνουνε πρὸς τὴ νοθιˬὰ αὐτόθ. Ἔκι γειρτὲ ὁ καμὸ χάμου τσὶ ’ ἐστυούκα (ἦτο γειρτὸς χάμω ὁ κλάδος καὶ τὸν ἐστύλωσα) Μέλαν. Γερτὴ εἶν᾿ ἡ πόρτα (εἶναι ἡμίκλειστος) Χίος. Ἤφητεν dὴμ bόρταγ-γειρτὴν τ’ ἦμbαμ-μέσα οἱ ποῦλ-λες τ’ ἐκάμαν dόγ gόσμον dὰ πάνω κάτω Κῶς. Τὸ παραθύρι τό ’χω γερτὸ Μύκ. Εἶνι γειρτὸ τ’ ἁλώ’ Στερελλ. (᾿Αχυρ.) Εἶι γειρτὸς οὑ ἀργαλε͜ιὸς αὐτόθ. Γερτὴ βελονιˬὰ (εἶδος ραφῆς κεκλιμένης) Σκῦρ. Γερτὸ κλαδὶ (εἶδος κεντήματος εἰς τὰ μανίκια τῶν γυναικείων φορεμάτων, παριστῶντος κεκλιμένον κλάδον) αὐτόθ. Τοῖχος γειρτὸς Λεξ. ’Ηπίτ. Ἕνα καμίνι ἀσβεστιˬοῦ ’ς τὰ πόδια τοῦ ἀντικρινοῦ λόφου ἔβγαζε ἕνα πυκνὸ καπνὸ ποὺ ἔφευγε γειρτὸς Δ.Βουτυρ., ᾽Επανάστ ζῴων, 29 || Παροιμ. Ἡ γλῶσσα ζογρὸ γερτὲ τσεῖται, κλαδία οὐτσ’ ἔ᾽ (ἡ γλῶσσα κεῖται γειρτὴ εἰς ὑγρὸν μέρος, κλαδία δὲν ἔχει. ἐπὶ τοῦ φλυάρου ἢ τοῦ λέγοντος μέν, ἀλλὰ μὴ πράττοντος) Ὄφ. || ᾎσμ. Εἴχαμε μιˬὰ συκιˬὰ γερτὴ καὶ βερικοκηπωτὴ κ᾿ ἔκανε σῦκα γερτὰ καὶ βερικοκηπωτὰ (ἐκ καθαρογλωσσ.) Κρὴτ. (Πεδιάδ.) - Ποιήμ. Θυμᾶσαι, ὅταν κάποτε γερτὸς ’ς τὴν ἀγκαλιά σου τὸ πρόσωπό μου ἔκρυβα μεσ’ ’ς τὰ χυτὰ μαλλιά σου; Γ.Δροσίν., ἔνθ᾽ ἀν. Πάνω ’ς τὴν καπότα μου / -φορεσιˬὰ καὶ στρῶμα μου - εἶδα ὀνείρατα, γειρτός, / ξυπνητὸς καὶ κοιμιστὸς Ζ.Παπαντ., ἐν ᾿Ανθολ. Η.’Αποστολίδ., 336. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γειρτὸ Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) ’Ερτὸ gρεμνάκι. Νάξ. (’Απύρανθ.) ᾿Ερτὰ gρεμνὰ αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA