γειρτούλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γειρτούλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γειρτούλης ἐπίθ. Πελοπν. (Γαργαλ. Τριφυλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπίθ. γειρτὸς καὶ τῆς παραγωγικὴς καταλ. -ούλης.
Σημασιολογία
Ὁ ἐλαφρῶς κεκλιμένος: Τὸ κουdέλι νὰ dὸ βάλῃς γειρτούλι, νὰ κρατάῃ τὸ κλῆμα (κουdέλι = ὑποστήριγμα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA