ἀναδε͜ιάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναδε͜ιάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναδε͜ιανὸς ἐπίθ. ΑΜανούσ. Τραγούδ. 2,116.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἐπιθ. ἀδε͜ιανός.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων τὰς χεῖρας κενὰς: ᾎσμ. Μάριˬω μου, ποῦ ’χεις τὸ σταμνὶ κ᾿ ἦρθες ᾿ς τὸ σπίτι ἀναδε͜ιανή; Πβ. ἀδε͜ιανός 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA