ἀναδείχνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναδείχνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναδείχνω λογ. κοιν. καὶ δημῶδ. Ἤπ. Τῆν. Μέσ. ἀναδείγνομαι Μεγαρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀναδεικνύω ⁼ ἐπιδεικνύω, καθιστῶ γνωστόν.

Σημασιολογία

1) Καθιστῶ τινα σπουδαῖον, προάγω κοινωνικῶς λόγ. κοιν.: Τὸν ἀνάδειξαν οἱ περιστάσεις -τὰ προτερήματά του. Τὸν ἀνάδειξε ὁ θεῖος του. Ἀναδείχθηκε γρήγορα. 2) Δεικνύω Ἤπ.: ᾎσμ. Δὲν ἔχω γλῶσσα νὰ σοῦ εἰπῶ, μιλιˬὰ νὰ σὲ λαλήσω, δὲν ἔχω χειροπάλαμο γιˬὰ νὰ σ’ τὸν ἀναδείξω (λέγει ἡ Παναγία πρὸς τὸν Ἰωάννην). 3) Ἐμφανίζομαι ὡς βρικόλακας Τῆν.: ’Ανέδ’ξεν ὁ δεῖνα. Συνών. βρικολακιˬάζω. 4) Μέσ. ἀποκαλύπτομαι, ἀποδεικνύομαι, Μεγαρ.: ᾿Αμέσως ἀναδείχτη, ἅμα πῆρε ψεύτικο ὅρκο, ἔπαθε ὁ ἄdρας της.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/