ἀργανέλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργανέλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀργανέλλο τό, Ἰων. (Κρήν.) Κάλυμν. Ναύστ. Σύμ. κ.ἀ. γαργανέλλο Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ᾽Ιταλ. arganello.

Σημασιολογία

1) Ὡς ναυτικὸς ὅρ., μηχανὴ διὰ τῆς ὁποίας ἀνυψοῦνται βάρη ὡς ἡ ἄγκυρα κττ. Κάλυμν. Ναύστ. Σύμ. κ.ἀ. 2) Ὄργανον ἁλιείας ᾽Ιων. (Κρήν.) Πόντ. (Οἰν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/