γείτονας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γείτονας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γείτονας ὁ, γεῖτος Κύπρ. ’εῖτος Κύπρ. γείτονας κοιν. καὶ Καππ. (᾿Ανακ.) Πόντ. (’Ινέπ. Οἰν. Τραπ.) γείτουνας πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Χίος (Μεστ.) γείτονα Καλαβρ. (Μπόβ.) Τσακων. (Βάτικ. Μέλαν. Πραστ. Χαβουτσ.) είτονας Κάλυμν. ντζείτονας ’Αστυπ. γείτ᾽ νας Στερελλ. (Ἄμφ. Λοκρ. ) ᾿είτονας Καππ. (᾿Ανακ.) Κάρπ. Νάξ. (᾽Απύρανθ. Φιλότ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Σίφν. Σκῦρ. Χάλκ. ’είτ-τονας Χίος (Πυργ.) ᾿είτουνας Σάμ. γειτονᾶς Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) γειτόνος Κύπρ. γειτόνο ᾿Απουλ. gειτόνο ’Απουλ. gετόνο ’Απουλ. Θηλ. γειτό’σσα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. καὶ Καππ. (᾿Ανακ.) γειτόνια Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γειτόνισ-σα ᾿Απουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κῶς Μεγίστ. Σύμ. γειτόνιζα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γειτόνιτσα Κάσ. Λέρ. γειτό’τσα Θεσσ. Λέσβ. Πόντ. (Τραπ.) Σάμ. γειτό’τζα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) γ’τό’σσα Θεσσ. (Τρίκερ.) Μύκ. Σάμ. gειτόνισ-σα ᾿Απουλ. βειτόνισ-σα Ρόδ. ’ειτόνισσα Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Καππ. (’Ανακ.) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Πόντ. (’Ινέπ.) ’ειτόνισ-σα Κάρπ. Χίος (Πυργ.) ᾿ειτόνιτσα Κάρπ. ᾽ειτόν᾿α Καππ. (’Ανακ.) Προπ. (᾿Αρτάκ.) Σάμ. γειτονάβα Πόντ. Πληθ. γειτόοι Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.) γειτό’ Τῆν. (Πύργ.) γειτόνου Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.) γειτόνο Τσακων. (Χαβουτσ.) γετόνοι Χίος (Μεστ.) gειτόνοι ’Απουλ. (Κοριλ.) γειτονᾶδοι Πόντ. γειτονᾶδες Πόντ. γειτονᾶες Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) - Φ. Φιλιππίδ., Σταῦρ. Σταυρούλ., 26.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γείτων. Ὁ τύπ. γεῖτος ἐν ᾿Ακολουθ. Σπανοῦ (ἔκδ. É. Legrand, Biblioth. 2, 45) «καὶ ὁ γεῖτος αὐτοῦ Γεώργιος» καὶ παρὰ Μαχαιρ. 1, 20 (ἔκδ. R. Dawkins) «Υἱέ μου, ἀπὲ τὸ μοῦ μηνᾷς ὅτι εἶσαι γεῖτος μου..... τζετιˬάζω το». Ὁ τύπ. γειτόνοι ἐν Χρον. Μορ. Η στ. 8447 (ἔκδ. J.Schmitt) «νὰ μὲ γελοῦν οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι κ’ οἱ γειτόνοι» καὶ παρὰ Μαχαιρ., ἔνθ’ ἀν. Ὁ τύπ. γειτόνισσα ἤδη ἐν παπύρ. τοῦ 5-6 μ.Χ. αἰ.
Σημασιολογία
1) Ὁ πλησίον τινὸς κατοικῶν κοιν. καὶ ᾽Απουλ. (Καλημ. Κοριλ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (’Ανακ.) Πόντ. (Ἴμερ. ᾿Ινέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Βάτικ. Μέλαν. Πραστ. Χαβουτσ.): Καλὸς γείτονας-φρόνιμη γειτόνισσα. Εἴμαστε γειτόνοι. Ἔχω καλοὺς γειτόνους κοιν. Μαλώνουσ’ οἱ γειτόνιζες κιˬ ἀκούodαι οἱ φωνέ τους ’ς ὅλη τὴ χώρα Πελοπν. (Κίτ.) Ἔμ πολ-λὰ καλὰ ποὺ μοῦ παραντέλ-λεις, γεῖτο Κύπρ. Τ’ ἐμὸν ἡ γειτόνισσα (ἡ γειτόνισσά μου) Τραπ. Δύο φασόλιˬα μάζωξα, μὰ μοίρασά τα τῶ ᾿ειτόνισσω Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Μπαί’ μέσα μιˬὰ χουριˬάτ’σσα γειτό’σσα Στερελλ. (Παρνασσ.) Τῶ ’τό’σσω τό ᾽καμε λόο Μύκ. Γειτόν’, γειτόν’ πααίνικαμ’ τὸ βράδ’ καὶ καθούταμαστε (ὁ ἕνας γείτονας εἰς τὸν ἄλλον ἐπηγαίναμε τὸ βράδυ καὶ ἐκαθήμεθα) ᾽Ανακ. ᾿Εῶ πού ’μαστε ᾽ειτ-τόνοι Χίος (Πυργ.) Ἔρεται ἀπάνdηση ἀπὸ τὴ ειτόνισ-σα Κάλυμν. Μία γουναῖκα γειτόνια μ’ ἤτανι ἄρρωστα Βάτικ. Δὲ φ’λοῦι τοὺ γείτουνά τ᾿ς (δὲν ἐνδιαφέρονται διὰ τὸν γείτονά τους) Σκόπ. Οἱ ’ειτόνοι μας εἶ’ gαλοὶ ἀθρῶποι Σίφν. ᾿Ειτόν’ εἴμαστε τζαὶ ’ς τὰ χωράφιˬα Νάξ. (Φιλότ.) ᾿Ηλέαν οἱ ντζειτόνοι ποὺ τὴν ἐβλέπαμ’ πὼς ἦτον ἄντζελος ’ς τὸμ παράδεισο ’Αστυπ. Εἶεμ-μιˬὰ φορὰ δκυˬὸ βειτόνισ-σες λεφανταρκιˬὲς (λεφανταρκιˬὲς = ὑφάντριαι) Ρόδ. ’Éν ἔει γειτόνισ-σα ᾽Απουλ. || Παροιμ. Ἄζωστος τρέχει ὁ γείτονας κιˬ ὁ συγγενὴς ζωσμένος (πολλάκις ὁ γείτων ἀποδεικνύεται ὠφελιμώτερος τοῦ συγγενοῦς) Κεφαλλ. Χίος. Πβ. καὶ Ἡσίοδ., Ἔργ. 345 «εἰ γάρ τοι καὶ χρῆμ’ ἐγκώμιον ἄλλο γένηται, | γείτονες ἄζωστοι ἔκιον, ζώσαντο δὲ πηοί». Ὁ κακὸς χρόνος περνᾷ, ὁ κακὸς γείτονας δὲν περνᾷ (δὲν εἶναι εὔκολον νὰ ἀπαλλαγῇ κἀνεὶς τοῦ κακοῦ γείτονος) ’Αθῆν. Προπ. (’Αρτάκ.) Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ. Τὸγ-γεῖτοσ-σου παλ-λούτζιν ᾽πά ’ς τὸν τοῖχοσ-σου νὰ μὲν τὸ ’φήκῃς νὰ μπήξῃ (εἰς τὰς πρὸς ἄλλους παραχωρήσεις δέον τις νὰ εἶναι φειδωλὸς πρὸς ἀποφυγὴν δυσαρέστων συνεπειῶν) Κύπρ. || Γνωμ. Πρῶτα τοὺ γείτουνά σ᾽ γλέπ’ς κ’ ὕστερα τοὺν ἥλιˬου (ἐξαίρεται ἡ ἀξία τῆς καλῆς γειτονίας) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Τὸ δικό μου ὄνομα πάρ’το σύ, γειτόνιζα (ἐπὶ τῶν ἀποδιδόντων ἴδια ἐλαττώματα ἢ ἐπιμέμπτους πράξεις των εἰς ἄλλους) Πελοπν. (Κίτ.) Ὁ καλὸν ὁ γειτονᾶς ἀσ’ σὸν ἀδελφὸν ἔμπρ’ καικὰ ἔν’ (ὁ καλὸς γείτονας εἶναι προτιμότερος ἀπὸ τὸν ἀδελφὸν) Χαλδ. || Αἰνίγμ. Δυˬὸ καλὲς γειτόνισ-σες καὶ οἱ δυˬὸ γυˬαλιώτισ-σες ’ς ἕνα bλουμὶ bλουμίζουν, κ’ ἡ μιˬὰ τὴν ἄλλην ’έθ-θωρεῖ (οἱ δύο ὀφθαλμοὶ) Σύμ. Ἑφτὰ καλὲς γειτόνισσες, οἱ τέσσερες ζυμώνουνε, οἱ δύο ξανοίγουν τὸν οὐρανὸ καὶ ἡ μιˬὰ ’παdᾷ τὶς μυῖγες (ὁ γάιδαρος) Κρήτ. (Πεδιάδ.) || ᾊσμ. ᾿Ακοῦς, ἀκοῦς, ν’ ’Ακρίτα μου, ντὸ λέγ’ν οἱ γειτονᾶδες; Χαλδ. ᾽Ειτόνιτσες, ’ειτόνιτσες, ποῦ ’ν’ ἡ ’ειτόνιτσά σας, ἡ ὄμορφη τῆς ’ειτονιˬᾶς, ἡ καπετάνισσά σας; Κάρπ. Τσῆ μαύρης ὄρνιθας τ’ ἀβγὰ πῶς τ’ ἀγαπῶ βρασμένα καὶ τσῆ κακῆς γειτόνισσας τά μάθιˬα τζη βγαρμένα Κρήτ. - Ποίημ. Μὰ ’ς τὸ σπίτι του εἶν᾽ ἄλλη καταδίκη ἐκεῖ μέσα χορεύουνε οἱ δαιμόνοι καὶ τὴ νύχτα τοὺς βλέπουνε οἱ γειτόνοι Α.Λασκαρᾶτ., Στιχουργήμ2., 119. 2) Ὁ ἐπισκέπτης Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Μᾶς ἦρταν γ’τό᾽σσις. 3) Ὁ πλανόδιος Ἑβραῖος ἔμπορος Ἤπ. (’Ιωάνν.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Λαγκάδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA