ἀνάδεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάδεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάδεμα τό, (ΙΙ) Ἤπ. Παξ. Πελοπν. ( Μαζαίικ.) -ΚΘεοτόκ. Οἱ σκλάβ. 12 ΑΚαρκαβίτσ.Ζητιᾶν. 157 Μποὲμ Ντόπ ζωγραφ. 102 ΔΒουτυρ Τριανταδύο διηγ. 78 Γ Βλαχογιάνν. Τὰ παλληκαρ. 63. ἀνάδιμα Ἤπ.(Χουλιαρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναδεύω.

Σημασιολογία

1) Ἀνακίνησις, ἀνάδευσις ἔνθ’ ἀν.: Μὲ ξύλο ἔκαμε ἀνάδεμα τοῦ γαλατιˬοῦ Παξ. Παρακολουθῦσε κάθε ἀνάδεμα τοῦ κορμιˬοῦ του ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. Ἕνα θρόισμα πεˬὸ δυνατὸ, κἄτι σὰν ἀνυπόμονων ψυχῶν ἀνάδεμα Γ Βλαχογιάνν. ἔνθ’ἀν. Συνών. ἀναδεμὴ, 1, ἀνακάτεμα, ἀνακάτωμα. Πβ. ἀναδεμός. β)᾿Ανασκαφὴ χώματος Πελοπν. (Μαζαίικ.) 2) Τὸ ἀναδευθέν, τὸ ζυμωθὲν ἄλευρον Ἤπ. Συνών. ἀναδεμὴ 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/