ἀργασία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργασία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀργασία ἡ, Εὔβ. (Αὐλωνάρ. κ.ἀ.) ἀρgασία Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀργασιˬὰ Μακεδ. (Κοζ.) ἀργασὰ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Καλύβ. Πλατανιστ.) Λῆμν. Σάμ. ἀργαὰ Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀργάζω. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,226.
Σημασιολογία
1) Ἡ κατεργασία τοῦ δέρματος διὰ δεψικῶν οὐσιῶν, βυρσοδεψία Μακεδ. (Κοζ.): Ἡ ἀργασιˬὰ ἔγινε καλή. 2) Ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς, ἀροτρίασις Καλαβρ. (Μπόβ): Βούδιˬα γιˬ’ ἀρgασία τσαὶ βουτουλίαι γιˬὰ σπορία Σάμ. (βόδια δι᾽ ἀροτρίασιν καὶ ἀγελάδες διὰ σπορὰν) Μπόβ. β) Ἀγρὸς μένων ἀκαλλιέργητος πρὸς ἀνάπαυσιν Καλαβρ. (Μπόβ.) 3) Ἀγρὸς σπαρμένος διὰ βάμβακος, ὀσπρίων, πεπονίων, σησαμίου καὶ τῶν ὁμοίων ὀψίμων καρπῶν Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Καλύβ. Πλατανιστ.) Ἴμβρ. Λῆμν. κ.ἀ.: Τά ’χου, ἀργασίες τὰ χωράφιˬα μου Αὐλωνάρ. Θὰ τὸ κάμω τὸ χωράφι μου ἀργασὰ Πλατανιστ. Ἡ ἀργασὰ θέλει τρία καὶ τέσσερ’ ἀλέτριˬα καλὰ (ὁ ἀγρὸς ὁ μέλλων νὰ σπαρῇ διὰ βάμβακος, ὀσπρίων κττ. πρέπει νὰ καλλιεργηθῆ καλῶς) αὐτόθ. Ἔβριξι κὶ γινῆκαν καλὲς οἱ--ἀργαὲς φέτου Ἴμβρ. Πβ. ἄργασι, ἄργασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA