γειτονιˬακὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γειτονιˬακὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γειτονιˬακὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. γειτονκὸς Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γείτονας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬακός.
Σημασιολογία
Ὁ γειτονικός, ὁ ἀνήκων εἰς γείτονα: Γειτονκὸν κεπὶν-χωράφιν (κεπὶν=κῆπος). Συνών. γειτονικός 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA